Monday, October 31, 2011

Mary Glickman – One More River

Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία τα οποία πρέπει να διαβάζει κανείς σιγά σιγά, με το πάσο του, για να τα απολαμβάνει. Η πρόζα του είναι τόσο πλούσια, τόσο όμορφη, που κυλά σαν γαλήνιο ρυάκι και όχι σαν τα άγρια νερά του Μισσισσιππή, όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας. Η συγγραφέας χρησιμοποιώντας έναν προφορικό σχεδόν τρόπο αφήγησης, μας ταξιδεύει μέσω της ιστορίας της στο παρελθόν του αμερικανικού νότου, ένα παρελθόν που μυρίζει θάνατο, αλλά και αλλαγή, ένα παρελθόν γεμάτο διαμάχες και έρωτα, αγώνες για την επιβίωση, αλλά και για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, και διαψευσμένα όνειρα.
     Ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Μίκι Μο, ένας νεαρός εβραίος που στα 1962 γνωρίζει και ερωτεύεται μια πανέμορφη κοπέλα που ακούει στο όνομα Λόρα Ανν, την οποία είναι αποφασισμένος να κάνει γυναίκα του. Αλλά, όσο κι αν το θέλει και εκείνη, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αφού οι γονείς της δεν της δίνουν την ευχή τους, λόγω της κατά κάποιο λόγο άγνωστης καταγωγής του πατέρα του. Ο τελευταίος, ο Μπέρναρντ, αποτελούσε από πάντα ένα μεγάλο μυστήριο για την πόλη του Γκίλφορντ, όπου κατέφθασε κάποια μέρα φορτωμένος με χρυσάφι, κι αποφασισμένος να εγκατασταθεί και να φτιάξει οικογένεια εκεί. Κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, για το από πού κρατούσε η σκούφια του και πώς απέκτησε τα χρήματά του, έτσι την οικογένειά του, ακόμη και μετά το θάνατό του, την έβλεπαν πάντα όλοι με καχυποψία.
     Ποιος ήταν λοιπόν ο Μπέρναρντ; Από πού ξεκίνησε και πώς έφτασε μέχρι εκεί; Τι έγινε και βρέθηκε έτσι στα ξαφνικά παντρεμένος με την όμορφη Μπίτι, την οποία ερωτεύτηκε επειδή ήταν όλα όσα δεν ήταν εκείνος; Ποια ήταν η σχέση του με το νέγρο Φαλακρό Χόρας και με την τεράστια, κυριολεκτικά, αδελφή του Ορόρα Μέι; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν τον Μίκι Μο, και είναι σίγουρος ότι αν βρει τις απαντήσεις που αναζητεί σ’ αυτά τότε θα λυθούν και όλα τα προβλήματά του. Για να το κάνει όμως αυτό πρέπει να τα παρατήσει όλα για αρκετό καιρό και να επιδοθεί σ’ ένα προσωπικό ταξίδι αναζήτησης στο άγνωστο χθες.
     Η συγγραφέας, μέσω της αφήγησης, μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο και μας αφηγείται τις ιστορίες δύο αντρών: του Μπέρναρντ, που εγκατέλειψε από τα δεκατρία του χρόνια το σπίτι του, πιάνοντας δουλειά αρχικά σ’ ένα ποταμόπλοιο και στη συνέχεια από δω κι από κει, περιφερόμενος απ’ άκρη σ’ άκρη κατά μήκος του Μισσισσιππή, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει το πεπρωμένο του, και του Μίκι Μο, ενός νεαρού που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα ώστε να δεθεί με τα δεσμά του γάμου με την αγαπημένη του. Και των δύο τα ταξίδια είναι μεγάλα και ριψοκίνδυνα. Και τα δύο διαδραματίζονται σε καιρούς μεταιχμιακούς και σε τόπους άγνοιας και προκαταλήψεων. Οι διαδρομές που ακολουθούν είναι παράλληλες και πού και πού μοιάζουν να συγκλίνουν, αλλά στο τέλος της ημέρας -εκτός σε ό,τι αφορά τη γεωγραφία- είναι διαφορετικές, αφού ο ένας ξοδεύει μια ζωή προσπαθώντας να φτιάξει το μύθο του, ενώ ο άλλος απλά προσπαθεί ν’ αποκτήσει το δικαίωμα να ζήσει το δικό του.
     Γύρω από τους δυο τους περιφέρονται διάφοροι άλλοι χαρακτήρες, που λειτουργούν ευεργετικά για το μύθο. Όλοι τους έχουν τις χάρες και τα ελαττώματά τους, όλοι προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν τη θέση τους σ’ αυτή τη γη. Και όλοι τους χαρίζουν περισσότερο χρώμα σε μια μελωδική σχεδόν αφήγηση.
     Ένα μυθιστόρημα εξαιρετικό, το οποίο συχνά πυκνά θυμίζει μπλουζ τραγούδι και που αξίζει να διαβαστεί από κάθε φίλο της καλής λογοτεχνίας.

Friday, October 28, 2011

Tatsuhiko Takimoto – Welcome to the NHK!


Με το φαινόμενο των χικίκομορι, των γιαπωνέζων νέων δηλαδή που απομονώνονται σε ένα δωμάτιο και δεν έχουν καμία απολύτως επαφή με τον έξω κόσμο, καταπιάνεται αυτό το μυθιστόρημα.
     Ο βασικός του πρωταγωνιστής, ο Σατού, είναι ένα άτομο με ιδιαίτερα χαμηλή αυτοπεποίθηση και θεωρεί τον εαυτό του πραγματικά σκουπίδι. Γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι αδύναμος σαν χαρακτήρας, κι όσο κι αν προσπαθεί, όχι και τόσο συχνά εδώ που τα λέμε, να πείσει τον εαυτό του ότι αξίζει κι αυτός κάτι δεν τα πολυκαταφέρνει. Και όλο και πιο πολύ σκέφτεται το θάνατο, αν και «ο καιρός είναι πολύ καλός για να πεθάνω τώρα αμέσως».
     Τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ζοφερά μέσα στον κλειστοφοβικό του κόσμο. Η αγοραφοβία του παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και πού και πού νιώθει ότι έχει ξεχάσει πώς να μιλά στους άλλους ανθρώπους. Κάτι πρέπει να κάνει, αλλά τι; Την απάντηση τη βρίσκει πιο εύκολα από τι θα περίμενε κανείς: Πρέπει να τιμωρήσει αυτούς που τον έκαναν αυτό που είναι. Και ποιοι είναι αυτοί; Οι εγκέφαλοι που κρύβονται πίσω από τη δημόσια τηλεόραση της Ιαπωνίας (NHK). Είναι σίγουρος ότι αυτοί φταίνε για όλα, πώς αυτοί δημιούργησαν μια ολόκληρη γενιά από όντα που δεν είναι άνθρωποι αλλά χικικομόρι. Πώς να τους χτυπήσει όμως; Πώς να αποδώσει δικαιοσύνη; Όλο ρωτά τον εαυτό του, αλλά απαντήσεις δεν παίρνει. Είπε κι αυτός μια φορά στη ζωή του να κάνει κάτι και δεν ξέρει πώς να το κάνει.
     Ωστόσο, σχεδόν χωρίς τη συγκατάθεσή του, τα πράγματα θ’ αρχίσουν κάποτε και γι’ αυτόν ν’ αλλάζουν. Καταρχήν θα γνωρίσει ένα μυστηριώδης κορίτσι που ακούει στο όνομα Μισάκι, που θα αναλάβει με το έτσι θέλω να τον σώσει από τον εαυτό του. Και μετά, αφού της πει ένα μεγάλο ψέμα, θα αποφασίσει να το μετατρέψει σε αλήθεια, μεταμορφώνοντας τον εαυτό του σε δημιουργό. Με τη βοήθεια ενός παλιού συμμαθητή, που ακούει στο όνομα Γιαμαζάκι, θ’ αρχίσει να δημιουργεί το καλύτερο παιχνίδι ρόλων στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένα παιχνίδι ερωτικού περιεχομένου. Αλλά, σαν χικικομόρι που είναι, δεν νιώθει άνετα όταν βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και έτσι τα σχέδιά του δεν θα μπορέσουν να υλοποιηθούν και τόσο εύκολα. Τη μια νιώθει καλά, την άλλη χάλια, τη μια συμπαθεί τους νέους και μοναδικούς του φίλους, την άλλη δεν τους αντέχει. Το μόνο που θέλει είναι να τον αφήσουν στην ησυχία του, κι ας ξέρει ότι δεν μπορεί να πολεμήσει τον εχθρό μόνος, κι ας νιώθει ότι χρειάζεται τους άλλους. Άσπρο-μαύρο είναι η ζωή του, με το μαύρο να δίνει όλο και πιο έντονα το παρόν του. Παλιά ένιωθε μόνος μοναχός του, τώρα νιώθει μόνος όταν είναι με τους άλλους. Τι είχαμε, τι χάσαμε δηλαδή. «Ακόμη κι αν συνεχίσω να ζω τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ο πόνος θα παραμείνει».
     Ο συγγραφέας κάνει ένα μακροβούτι στα σκοτάδια που κρύβουν μέσα τους οι ήρωές του. Όλοι τους είναι πονεμένοι, όλοι κρύβουν μυστικά και όλοι, μα όλοι, είναι δυστυχισμένοι. Την κάθε ανάσα που ξοδεύουν την ξοδεύουν με κόπο -«Αναρωτιόμουνα κατά πόσο θα συνέχισα να ζω κάθε μέρα, ψιθυρίζοντας στον εαυτό μου ότι δεν αντέχω πια»- και τα όνειρά τους θυμίζουν περισσότερο ψευδαισθήσεις, δημιουργήματα των ναρκωτικών ή μιας αχαλίνωτης φαντασίας. Υπάρχει γι’ αυτούς σωτηρία; αναρωτιέται κανείς. Η αλήθεια είναι ότι για κάποιους από αυτούς μπορεί να υπάρξει, για τους περισσότερους όμως όχι. Η ζωή τους είναι ένα καθημερινό δράμα το οποίο πολλές φορές οι λέξεις απλά αδυνατούν να περιγράψουν.
     Όπως διαβάζουμε όταν γράφτηκε αυτό το βιβλίο, πριν δέκα και βάλε χρόνια, στην Ιαπωνία υπήρχαν δύο εκατομμύρια χικικομόρι. Σήμερα λογικά θα είναι πολύ περισσότεροι, ενώ αυτό το φαινόμενο άρχισε να δίνει όλο και πιο έντονα το παρόν του και στις δυτικές κοινωνίες. Ο συγγραφέας μέσα απ’ αυτή την ιστορία δεν προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο, αλλά να μιλήσει με άμεσο τρόπο για τον τρόπο ζωής και σκέψης αυτών των ανθρώπων, κάτι που καταφέρνει, παρά τις όποιες αδυναμίες στην αφήγηση.
     Από το βιβλίο αυτό που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Ιαπωνία ξεπήδησαν σαν κλώνοι σειρές από άνιμε και μάνγκα, που μιλούν με άμεσο τρόπο στους νέους της μακρινής χώρας για κάποια θέματα τα οποία λίγο ή πολύ τους αφορούν προσωπικά. Όσοι ενδιαφέρονται για την Ιαπωνία του σήμερα θα βρουν ίσως εδώ πολλές απαντήσεις στα ερωτήματα που τους απασχολούν.

Thursday, October 27, 2011

Roberto Bolaño – Antwerp

Αγορά από το Book Depository

«Έγραψα αυτό το βιβλίο για τα φαντάσματα» και, «Αυτή είναι η μοναδική μου νουβέλα που δεν με κάνει να νιώθω αμηχανία», λέει ο Μπολάνιο.
     Το μόνο που αυτό το βιβλίο δεν είναι ούτε νουβέλα, ούτε μυθιστόρημα, αλλά ούτε και αποτελείται από διηγήματα. Αν με ρωτούσε κανείς θα του έλεγα ότι πρόκειται για μια συλλογή από αποκόμματα, από σκόρπιες σκέψεις, οι οποίες πού και πού συναντιόνται και τότε αποκτούν κάποιου είδους συνοχή.
     Ο Μπολάνιο, όπως και στα άλλα του βιβλία άλλωστε, πειραματίζεται με τη γραφή και προσπαθεί να μας πει μια ιστορία μέσα από ψηφίδες. Την ιστορία ενός συγγραφέα, που παλεύει με τις λέξεις, ενός καμπούρη, μιας κοκκινομάλλας πόρνης και του μπάτσου που την κακοποιεί. Την ιστορία μιας μέρας, και άλλης μίας. Και όλ’ αυτά στην πόλη της Βαρκελώνης.
     Αν είναι κάτι άλλο που ξεχωρίζει σ’ αυτό το μικρό σε έκταση βιβλίο, πέρα από τις συγγραφικές ακροβασίες, είναι οι ατάκες: «Ξέχνα τη χειρονομία που δεν έγινε ποτέ», «Η μονογαμία κινείται με την ίδια ακαμψία που κινείται το τρένο», «Υπάρχουν σιωπές που κατασκευάστηκαν ειδικά για μας», «Το όπλο ήταν μόνο μια λέξη», «Η μοναξιά δεν αποτελεί παρά μία όψη του φυσιολογικού ανθρώπινου εγωισμού», «Κατάστρεψε τις αδέσποτες φράσεις σου», «Μοναχά οι εφευρέτες επιβιώνουν».
     Το Antwerp δεν είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που έχουν αρχή, μέση και τέλος. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική και ο συγγραφέας δεν φαίνεται να νοιάζεται και πολύ να μας πει μια ιστορία. Περισσότερο μοιάζει να τον ενδιαφέρει το να φέρει στο φως κάποιες σκηνές από τον έσω κόσμο του: όνειρα, σκέψεις, παραισθήσεις. Και για μια ακόμη φορά μας θυμίζει με τις γραφές του τον προπάτορα Μπόρχες, αφού συχνά πυκνά μοιάζει να κλείνει στον αναγνώστη το μάτι και να του λέει: «Δεν είμαι εγώ για να με παίρνει κανείς στα σοβαρά». Ο Μπολάνιο εδώ είναι σαν να αλλάζει στολές και ρόλους, γίνεται: συγγραφέας, αναγνώστης, πρωταγωνιστής. Ο θεός της δικής του πραγματικότητας.
     Το βιβλίο αυτό το διάβασα, λόγω μεγέθους, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και το απόλαυσα πολύ. Το ίδιο σίγουρα θα το απολαύσουν και όλοι όσοι ταξίδεψαν ξανά στο παρελθόν στους ξεχωριστούς του κόσμους.

Tuesday, October 25, 2011

Michael Connelly – Suicide Run


Ο Οκτώβρης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μήνας του Μάικλ Κόνελι, αφού στη διάρκεια του θα δώσει (ή μάλλον δίνει ήδη) το παρόν του με τρία βιβλία. Τα δύο πρώτα, το ανά χείρας και το Angle of Investigation κυκλοφορούν σε ηλεκτρονική μόνο μορφή και το καθένα από αυτά περιλαμβάνει τρεις ιστορίες με πρωταγωνιστή το γνωστό μας ντετέκτιβ Χάρι Μπος, ενώ το τρίτο θα είναι το νέο του μυθιστόρημα The Drop που θα βγει στα ράφια στις 27 του μήνα στην Ευρώπη και ένα μήνα αργότερα στην Αμερική.
     Αλλά ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στις ιστορίες που έχουμε εδώ. Στην πρώτη και ομότιτλη της συλλογής, ο Χάρι Μπος και ο συνεργάτης του Τζέρι Έντγκαρ, που δουλεύουν στη νυχτερινή βάρδια του αστυνομικού τμήματος του Χόλιγουντ, καλούνται στη σκηνή μιας αυτοκτονίας. Η αυτόχειρας είναι μια νεαρή επίδοξη ηθοποιός και στην αρχή όλα μοιάζουν ξεκάθαρα. Ο Μπος ωστόσο υποψιάζεται ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει και έτσι, με τη βοήθεια μιας άλλης συναδέλφου του, που θυμόμαστε από κάποια από τα βιβλία του, της Κισμίν Ράιτερ, αποφασίζει να ρίξει μια πιο διερευνητική ματιά στην υπόθεση.
     Στο Cielo Azul συναντάμε τον Μπος καθοδόν προς τις φυλακές του Σαν Κουέντιν, όπου σχεδιάζει να συναντήσει ένα ψυχοπαθή δολοφόνο λίγες ημέρες πριν από την εκτέλεσή του. Ο Μπος, που τον είχε συλλάβει δέκα χρόνια πριν για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός κοριτσιού δεκαπέντε χρόνων, πηγαίνοντας εκεί θέλει απλά να μάθει το πραγματικό όνομα του θύματος, στο οποίο εκείνος ο ίδιος είχε χαρίσει το ψευδώνυμο Κιέλο Αζούλ.
     Στην τελευταία ιστορία της συλλογής, το One-Dollar Jackpot ο καλός ντετέκτιβ καλείται να διερευνήσει την υπόθεση της δολοφονίας μιας γυναίκας ονόματι Τρέισι Μπλίτζστιν, η οποία έβγαζε τα προς το ζην παίζοντας πόκερ. Το θύμα βρέθηκε νεκρό μέσα στο αυτοκίνητο, έξω από το σπίτι του, όπου είχε μόλις φτάσει. Λόγω του επαγγέλματός της, αλλά και του γεγονότος ότι μετέφερε μαζί της πολλά λεφτά εκείνο το βράδυ, οι ύποπτοι είναι πολλοί: Υπάλληλοι του καζίνου όπου είχε ξετινάξει την μπάνκα στον αέρα, ένας μυστηριώδης άντρας που την ακολουθούσε, ίσως και κάποιοι ανταγωνιστές της. Ωστόσο, ως συνήθως η απάντηση είναι πιο απλή απ’ ό,τι φαίνεται στην αρχή.
     Εδώ έχουμε τρεις καλογραμμένες ιστορίες που σίγουρα θα ικανοποιήσουν τους φίλους του καλού συγγραφέα.

Άλλα βιβλία του ίδιου

The Fifth Witness
The Reversal
9 Dragons
The Scarecrow
Trunk Music
The Last Coyote
The Brass Verdict
The Overlook
The Lincoln Lawyer
The Narrows
The Poet & Concrete Blonde

Monday, October 24, 2011

Alessandro Baricco – Without Blood

Αγορά από το Book Depository

Ο Μπαρίκο έχει μια μοναδική ικανότητα να μαγεύει τους αναγνώστες με τις ιστορίες του. Κάθε φορά που διαβάζω κάποιο βιβλίο του με βρίσκει μια νέα έκπληξη. Και πάντα είναι ευχάριστη.
     Σ’ αυτή τη νουβέλα βασική πρωταγωνίστρια είναι η Νίνα. Στην αρχή της ιστορίας τη συναντάμε να κρύβεται σε μια αγροικία στην εξοχή με την οικογένειά της, σε μια ανώνυμη χώρα, στη διάρκεια ενός ακαθόριστου εμφυλίου πολέμου, που όμως θυμίζει τον ισπανικό.
     Ο πατέρας της, Μανουέλ Ρόκα, δεν ανήκει στην πλευρά των νικητών, και μάλλον έχει πολλούς εχθρούς, γι’ αυτό και αναγκάζονται και ζουν σαν κυνηγημένοι. Ωστόσο, όσο και να το θέλουν δεν μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν, έτσι μια μέρα καταφθάνουν στο καταφύγιό τους μερικοί άντρες, με επικεφαλής κάποιον ονόματι Σαλίνας και αρχίζουν να τους ρίχνουν στο ψαχνό. Στη διάρκεια της μάχης ο Μανουέλ και ο γιος του σκοτώνονται, αλλά η μικρή Νίνα, που ήταν κρυμμένη σε μια καταπακτή, λες από θαύμα σώζεται. Και μετά…
     Και μετά τα χρόνια γοργά κυλούν, και σαν φτάνει ο καιρός η Νίνα, μεγάλη πια και ατρόμητη, ξεκινά ένα μακρύ αγώνα με σκοπό την εκδίκηση. Και τότε οι κυνηγοί γίνονται κυνηγημένοι.
     Φυσικά, όπως θα περίμενε κανείς, σε μια ιστορία του Μπαρίκο τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται, και έτσι, εδώ ο συγγραφέας μοιάζει να μας λέει ότι όντως όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις, χωρίς αναγκαία η μια να ακυρώνει την άλλη. Στο τέλος της ημέρας εκείνα που μετρούν πάνω απ’ όλα είναι τα γεγονότα. Αυτά γράφουν την ιστορία, αυτά χαρακώνουν τις ψυχές. Αυτά χαράκωσαν και την ψυχή της Νίνας λοιπόν, αλλά δεν την παραμόρφωσαν, αφού δεν μοιάζει ούτε και για μια στιγμή διατεθειμένη να κάνει μεγαλύτερο κακό απ’ αυτά που έπαθε, ενώ κάποτε, φαινομενικά αλλά όχι στ’ αλήθεια στα ξαφνικά, φτάνει και στο σημείο να δει καθαρά τις αλήθειες των άλλων – εκείνων που τόσο πολύ την πλήγωσαν. Εξάλλου, όπως διαβάζουμε και στο κείμενο: «Δεν μπορείς να ονειρεύεσαι ένα καλύτερο κόσμο και να πιστεύεις ότι θα σου δοθεί, απλά και μόνο επειδή τον επιθύμησες». Ο κόσμος είναι αυτός που είναι, το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλά τουλάχιστον αξίζει ν’ αγωνίζεται κανείς για να κάνει το σήμερα λίγο πιο ανθρώπινο.
     Μια καλογραμμένη νουβέλα για τα μεγάλα των ανθρώπων λάθη και τα ατελείωτα πάθη.

Friday, October 21, 2011

George Pelecanos – The Cut

 Αγορά από το Book Depository

Στο The Cut βασικός πρωταγωνιστής είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Σπύρο Λούκας, ένας σκληροτράχηλος πρώην στρατιωτικός, που είναι φανατικός με τη γυμναστική και που του αρέσει να διορθώνει την… πορεία των πραγμάτων όταν αυτά πάνε στραβά. Ο Σπύρο δεν είναι ούτε πλούσιος ούτε φτωχός, αλλά για να διατηρήσει το επίπεδο ζωής του σταθερό, κάνει ό,τι δουλειά του ανατεθεί, κυρίως για λογαριασμό του μεγαλοδικηγόρου Τομ Πέτερσεν. Είναι στη διάρκεια μιας τέτοιας δουλειάς που θα βρει για τα καλά τον μπελά του.
     Ο Πέτερσεν τον καλεί στο γραφείο και του αναθέτει να ξελασπώσει τον δεκαπεντάχρονο γιο ενός από τους πελάτες του, του Ανουάν Χόπκινς, που βρίσκεται στη φυλακή αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για εμπορία ναρκωτικών. Ο μικρός, μαζί με ένα φίλο του, αποφάσισαν να πάνε βόλτα μ’ ένα αμάξι, το οποίο στη συνέχεια τράκαραν, με αποτέλεσμα να συλληφθούν. Ο Σπύρο, εκμεταλλευόμενος κάποιες τυπικές λεπτομέρειες, αλλά και τα λάθη του μπάτσου που τους συνέλαβε, τους ξελασπώνει στο πι και φι, κάτι που εντυπωσιάζει τον Χόπκινς, ο οποίος του ζητά να τον επισκεφθεί στη φυλακή. Εκείνος, που σκέφτεται ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, και όντας καλός μισθοφόρος, το κάνει και δίχως ενδοιασμούς συμφωνεί να εκτελέσει μία ακόμη αποστολή για τον άντρα: να ανακαλύψει ένα κιβώτιο με μαριχουάνα που έχει χαθεί.
     Αυτή η αποστολή δεν θα αποδειχτεί τόσο απλή, αφού ο Σπύρο σύντομα θα βρει τον εαυτό του μπλεγμένο μέσα σ’ ένα ιστό φτιαγμένο με μυστικά και ψέματα, και σ’ ένα κόσμο όπου η λέξη ηθική δεν έχει καμία θέση. Στη διάρκεια της μακράς περιπέτειάς του θα τα βάλει με έμπορους ναρκωτικών, βαποράκια και βρώμικους μπάτσους και θα παραβεί πολλούς κανόνες, όχι μόνο για να μείνει πιστός στο λόγο του, αλλά και για να προστατεύσει την οικογένειά του, μα και κάποιους άλλους ανθρώπους από τον κίνδυνο που μοιάζει να παραμονεύει σε κάθε γωνία.
     Ο Σπύρο δεν θα λέγαμε ότι είναι ένας άνθρωπος με πλεόνασμα συναισθημάτων, μάλιστα όταν το απαιτούν οι περιστάσεις δεν διστάζει να σκοτώσει, αλλά είναι κάποιος που μπορεί και ξεχωρίζει τι είναι σωστό και τι λάθος και που είναι ικανός να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για τους δικούς του ανθρώπους: για τη μαμά Ελένη, την οποία επισκέπτεται συχνά, και για τον ετεροθαλή αφροαμερικανό αδελφό του που διδάσκει σ’ ένα υποβαθμισμένο σχολείο στα περίχωρα της Ουάσινγκτον, της πόλης όπου διαδραματίζεται η ιστορία.
     Για μια ακόμη φορά ο Πελεκάνος με όχημα του τη γραφή μας ταξιδεύει στα επικίνδυνα μονοπάτια του υπόκοσμου της πρωτεύουσας, αλλά μας περιγράφει κιόλας τη σύγχρονη πραγματικότητα της αμερικανικής κοινωνίας. Μια πραγματικότητα ζοφερή, όπου η μοναξιά, οι διακρίσεις και το έγκλημα βασιλεύουν, και όπου τα όνειρα φυτοζωούν. Ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
     Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Σπύρο Λούκας και την οικογένειά του δεν έχετε παρά να διαβάσετε την ιστορία Chozen, που φιλοξενείται στο τέλος αυτού του βιβλίου. Μέσα εκεί θα βρείτε τα πάντα για τον πατριάρχη Ευάγγελο (Βαν) και τη μαμά Ελένη, για το μοναδικό τους βιολογικό παιδί, την Ειρήνη, και για τους υιοθετημένους Δημήτριο, Λεωνίδα και Σπύρο. Μια ιστορία τραγική και όμορφη πολύ.

Thursday, October 20, 2011

Διάφοροι συγγραφείς – No Rest for the Dead

Αγορά από το Book Depository

Στα λημέρια μας είχαμε τα δύο μυθιστορήματα των τεσσάρων, οι αμερικανοί είπαν να αποκτήσουν το μυθιστόρημα των είκοσι έξι. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι μαζί, και με τη βοήθεια επιμελητών και υπό την υψηλή εποπτεία των Ντέιβιντ Μπαλτάτσι και Τζέφρι Ντίβερ, συνεργάστηκαν στη δημιουργία ενός θρίλερ. Η αρχική ιδέα ήταν η «συναρμολόγηση» μιας συλλογής διηγημάτων, αλλά δεν αποτελούσε ιδιαίτερα εμπορική επιλογή, μια και τα έσοδα θα δίνονταν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, έτσι αποφασίστηκε όλοι αυτοί να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να φτιάξουν κάτι πρωτότυπο.
     Σαν μυθιστόρημα το No Rest for the Dead δεν θα λέγαμε ότι αποτελεί κάτι το εξαιρετικό, είναι μια ακόμη ιστορία καταδίωξης και μυστηρίου, ωστόσο είναι ένα καλογραμμένο ανάγνωσμα, που κρατά το ενδιαφέρον ζωντανό από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Και έχει και την πλάκα του. Ιδιαίτερα όταν ο ένας συγγραφέας αποφασίζει να βάλει μια τρικλοποδιά σ’ αυτόν που θα ακολουθήσει, με αποτέλεσμα τις συνεχείς ανατροπές. Γι’ αυτό και το μυστήριο  τη μια στιγμή μοιάζει να βρίσκεται κοντά στη λύση, ενώ την επόμενη δείχνει να βουτά σε άγνωστα βάθη.
     Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ή μάλλον από το τέλος, το σήμερα. Ακολουθώντας τις τελευταίες εντολές, ή μάλλον αποδεχόμενοι την επιθυμία, της Ρόζμαρι Τόμας, διευθύντριας ενός Μουσείου του Σαν Φρανσίσκο, οι στενοί της φίλοι, η οικογένειά της και κάποια άλλοι, σχετικοί και άσχετοι, θα μαζευτούν στο χώρο όπου δούλευε, για να γιορτάσουν το θάνατό της. Η Ρόζμαρι δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε δέκα χρόνια πριν για τη δολοφονία του άντρα της Κρίστοφερ Τόμας. Τα στοιχεία που υπήρχαν εις βάρος της ήταν συντριπτικά και εκείνη την εποχή δεν είχε κανείς καμιά απολύτως αμφιβολία ότι όντως σκότωσε τον άντρα της; Κανείς; Όχι ακριβώς. Καταρχήν υπήρχε ένας δημοσιογράφος ονόματι Χανκ Ζαχάριους, ο οποίος ήταν πεπεισμένος για την αθωότητά της, και που έκανε ό,τι μπορούσε για να τη βοηθήσει, ενώ για το κατά πόσο ήταν πραγματικά ένοχη δεν ήταν και τόσο σίγουρος ούτε και ο ντετέκτιβ Γιον Ναν, ο οποίος είχε διερευνήσει την υπόθεση και που ουσιαστικά, με τα στοιχεία που ανακάλυψε, ήταν αυτός που έβαλε το τελευταίο καρφί πάνω στο φέρετρό της. Η ιστορία αυτή στοιχειώνει από τότε την κάθε στιγμή του. Και σήμερα, ειδικά τώρα που πλησιάζει η επέτειος του θανάτου της, είναι πιο αποφασισμένος παρά ποτέ, να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να μάθει την αλήθεια. The Truth Will Set You Free, λένε οι αγγλοσάξονες, αλλά για κάποιο λόγο ο Ναν, δεν νιώθει και τόσο σίγουρος, αφού οι τότε αλήθειες, που ένιωθε αλλά δεν τόλμησε να αμφισβητήσει, ήταν που του κατέστρεψαν τη ζωή.
     Ένα ιδιαίτερο, εκ των περιστάσεων μυθιστόρημα, που μάλλον θα απολαύσουν οι φίλοι της αστυνομικής λογοτεχνίας.
     Στο όλο εγχείρημα συμμετείχαν οι ακόλουθοι: Jeff Abbott, Lori Armstrong, Sandra Brown, Thomas Cook, Jeffery Deaver, Diana Gabaldon, Tess Gerritsen, Andrew F. Gulli, Peter James, J.A. Jance, Faye Kellerman, Raymond Khoury, John Lescrorat, Jeff Lindsay, Gayle Lynds, Phillip Margolin, Alexander McCall Smith, Michael Palmer, T. Jefferson Parker, Matthew Pearl, Kathy Reichs, Marcus Sakey, Jonathan Sandlofer, Lisa Scottoline, R.L. Stine, Marcia Talley, David Baldacci (πρόλογος), Lamia J. Gulli (επιμέλεια).

Tuesday, October 18, 2011

Amos Oz – Scenes from Village Life

Αγορά από το Book Depository

Σαν μια παραβολή για το τι συμβαίνει σήμερα στην ισραηλινή κοινωνία χαρακτηρίζει ο διεθνής τύπος αυτό το βιβλίο.
     Οι «Σκηνές από τη ζωή στο χωριό» δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν διηγήματα, αλλά ούτε ακριβώς σαν μυθιστόρημα. Ο δόκιμος όρος είναι σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αλλά εγώ θα έλεγα ότι εδώ απλά έχουμε αποκόμματα ζωής.
     Τα γεγονότα που περιγράφει μ’ ένα σχεδόν νωχελικό τρόπο ο Οζ, διαδραματίζονται στο ανύπαρκτο χωριό Τελ Ιλάν, όπου τώρα τελευταία συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Ένας συνταξιούχος δικηγόρος ζει σ’ ένα σπίτι με την ενενηντάχρονη κατάκοιτη μητέρα του, τρία χρόνια μετά που τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του, ξοδεύοντας απλά το χρόνο του στο τίποτα. Η ζωή τους είναι μια συνεχής επανάληψη, μέχρι που καταφθάνει ένας άγνωστος άντρας, που υποστηρίζει ότι είναι συγγενής τους και ανατρέπει τις ισορροπίες. Μια γυναίκα, αμέσως μετά, νιώθει μεγάλη απογοήτευση όταν δεν καταφθάνει με το λεωφορείο ο αγαπημένος της ανιψιός, τον οποίο περίμενε πώς και πώς. Έχοντάς τα ολίγον χαμένα κάνει κάτι κουφό, το οποίο για κείνη όμως είναι το μοναδικό σωστό. Ένα άλλο σπίτι περνά τη δική του μικρή κρίση καθώς εδώ και μέρες ένας από τους τρεις κατοίκους του, ένας απόστρατος αξιωματικός, ακούει κάθε βράδυ κάποιον να σκάβει από κάτω. Οι υποψίες του πέφτουν πάνω στον Άβελ, ένα νεαρό άραβα φοιτητή και επίδοξο συγγραφέα, που ζει σε μια παράγκα στον κήπο, αλλά η κόρη του Ρέιτσελ, σκέφτεται ότι του έχει σαλέψει. Έλα όμως που και ο Άβελ ακούει τον ίδιο θόρυβο! Ο γηραιός άντρας, παρά το παρελθόν του, φαίνεται να κατανοεί τους λόγους που δεν συμπαθούν τους ισραηλινούς οι άραβες και σκέφτεται ότι μετά από όλα αυτά που έχουν συμβεί το μόνο συναίσθημα που πραγματικά παραμένει είναι η μελαγχολία. Λίγο πιο κάτω ένας κτηματομεσίτης ετοιμάζεται να κλείσει τη συμφωνία της ζωής του, αλλά αντί αυτό να του χαρίσει τη μεγαλύτερη χαρά, τον βάζει σε σκέψεις και τον οδηγεί σε μια περιπλάνηση στους έρημους δρόμους του χωριού, στην ανακάλυψη ενός μυστηριώδους δέματος και σε μια ζεστή γυναικεία αγκαλιά. Στους δρόμους βγάζει και το δήμαρχο του χωριού ένα αναπάντεχο γεγονός: η εξαφάνιση της γυναίκας του. Περιπλανιέται από δω κι από κει παρέα με τις σκέψεις του και ένα σκύλο. Για ένα ανεκπλήρωτο έρωτα μας μιλά η επόμενη ιστορία. Ένας δεκαεφτάχρονος νέος είναι ερωτευμένος με την ταχυδρόμο του χωριού. Για μια στιγμή έρχονται κοντά ο ένας στον άλλο, με αναπάντεχα αποτελέσματα. Η τελευταία ιστορία περιγράφει την τακτική συνάντηση κάποιων γνωστών σε ένα σπίτι, όπου ξοδεύουν το χρόνο τους τραγουδώντας, αλλά και συζητώντας για την πολιτική. Η αφηγήτρια, που δεν τους αντέχει πια, δραπετεύει διακριτικά από το σαλόνι και πηγαίνει στο μεγάλο υπνοδωμάτιο, όπου κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, θέλοντας να νιώσει ότι είναι σε κάποιο άλλο τόπο, σε κάποιο άλλο χρόνο. Η εικόνα που παρουσιάζει είναι ζοφερή, όπως το παρελθόν.
     Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε κάπως αυτά τα κείμενα, θα λέγαμε απλά ότι εδώ έχουμε ιστορίες ανθρώπων. Ανθρώπων αδύναμων και λίγο πιο δυνατών, αισιόδοξων και λυπημένων, γεμάτων ανασφάλειες και αμφιβολίες για τον κόσμο που έρχεται, κι ερωτήματα γι’ αυτόν που πεθαίνει. Ο συγγραφέας μας παραδίδει μια μικροκοινωνία, όπου όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή και παραδόξως συμβαίνουν. Ακριβώς όπως και στην πραγματική ζωή.
     Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Οζ που διαβάζω έτσι δεν μπορώ να πω κατά πόσο είναι το καλύτερό του ή όχι. Εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι είναι εξαιρετικά γραμμένο, πολλές φορές γίνεται λυρικό, και έχει να προσφέρει πολλά στον αναγνώστη. Συστήνεται.

Monday, October 17, 2011

Julian Barnes – The Sense of an Ending

Αγορά από το Book Depository

Το λέω ξεκάθαρα, το απόλαυσα πολύ αυτό το βιβλίο. Ο Μπαρνς, αρχιμάστορας της λογοτεχνικής γραφής, καταφέρνει και παρασύρει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή με την πρόζα του, ενώ από τη λιτή σχεδόν πλοκή δεν απουσιάζει και το στοιχείο του μυστηρίου.
     Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το The Sense of an Ending είναι μια ιστορία αναμνήσεων. Το μόνο που οι αναμνήσεις αυτές πολύ πιθανόν να μη στηρίζονται στην πραγματικότητα αφού, όπως διαβάζουμε: «Αυτά που θυμάσαι τελικά δεν μοιάζουν πάντα μ’ αυτά που έζησες». Ο Τόνι Γουέμπστερ, ο αφηγητής μας, φαίνεται όντως να πάσχει από κάποιου είδους απώλειας της μνήμης ή μάλλον καταπίεσής της. Θυμάται μόνο αυτά που θέλει να θυμηθεί, ενώ κάποια άλλα γεγονότα, ακόμη και τώρα, χρόνια πολλά μετά που συνέβηκαν, απλά τα αφήνει στο περιθώριο, ή μάλλον τα καταχώνει στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια της ψυχής του.
     Τα γεγονότα που περιγράφει εδώ συμβαίνουν στο σήμερα, αλλά και στη δήθεν επαναστατική δεκαετία του ’60 στο Μπρίστολ, στην Αγγλία: «Τα σίξτις υπήρξαν μόνο για μερικούς ανθρώπους σε μερικά μέρη της χώρας». Στη διάρκεια εκείνων των σίξτις λοιπόν, των απόλυτα συνηθισμένων, έζησαν οι τέσσερις φίλοι αυτής της ιστορίας: ο αφηγητής Τόνι, ο Κόλιν, ο Άλεξ και ο Άντριαν. Ο τελευταίος ήταν πάντα αυτός που ξεχώριζε ανάμεσα στους φίλους: τη μορφή του περιέβαλλε μόνιμα ένα μυστήριο, είχε μια μοναδική ικανότητα να προσελκύει τους άλλους. Ο Άλεξ ήταν ο φιλόσοφος της παρέας και ο Άντριαν ο εναλλακτικός φιλόσοφος, αλλά φυσικά ήταν και οι δύο, όπως και όλοι οι άλλοι «…υποκριτές – για τι άλλο θα μπορούσε να υπάρξει η νιότη;»
     Οι σχέσεις ανάμεσα στους φίλους, όσο βρίσκονταν ακόμη στο σχολείο, ήταν πολύ στενές, αλλά όταν θα εισέρχονταν στην ανώτερη εκπαίδευση τα πράγματα θα άλλαζαν, αφού θέλοντας και μη έπρεπε ν’ ακολουθήσουν διαφορετικά μονοπάτια. Ο ένας πήγε από δω, ο άλλος από κει, ο δεσμός αδυνάτισε, αλλά δεν έσπασε. Μέχρι φυσικά που μπήκε στη ζωή τους η πανέμορφη Βερόνικα, την οποία ερωτεύτηκε με πάθος, αλλά δίχως ανταπόκριση ο αφηγητής, και τα πράγματα πήραν πια την κάτω βόλτα. Και σαν μην έφτανε αυτό, εκείνη ακριβώς τη στιγμή αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη κι ο Άντριαν, που τη σαγήνευσε στο πι και φι, στερώντας του έτσι κάθε ελπίδα . Τότε ήταν που γεννήθηκε μέσα στην ψυχή του Τόνι η απόγνωση, που σύντομα θα μετατρεπόταν σε μίσος και για τους δυο τους.
     Τώρα, καθώς κάθεται  και ανατρέχει και καταγράφει τα γεγονότα της ζωής του, μετά από παράκληση της κόρης του Σούζι, ο Τόνι δεν μπορεί παρά να αρχίσει να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Άντριαν. Αλλά τι σημασία θα μπορούσε να έχει αυτό πια; Πώς θα μπορούσε να διορθώσει το παρελθόν και να διαγράψει τα παλιά λάθη; Θα μπορούσε τάχατες μέσα απ’ αυτές τις σκέψεις και τον γραπτό του απολογισμό να βρει την εξιλέωση; Μάλλον όχι, ή όχι προτού έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις αλήθειες όλων αυτών που έζησε – των πραγματικών γεγονότων και όχι αυτών που κατέγραψε στη μνήμη του. «Ιστορία είναι η μνήμη των επιζώντων», διαβάζουμε κάπου. Η μνήμη του αφηγητή μας όμως αποδεικνύεται μύθος.
     Όπως ανέφερα και πιο πάνω, αυτή είναι μια καλογραμμένη ιστορία, ένα πραγματικά αξιόλογο βιβλίο, και σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις αύριο θα τιμηθεί με το βραβείο Μπούκερ. Ωστόσο αν το συνέκρινε κανείς με το On Canaan’s Side του Sebastian Barry, που έμεινε έξω από την τελική λίστα, δεν θα μπορούσε παρά να σκεφτεί πόσο αδικήθηκε το δεύτερο, αφού όσο καλά κι αν γράφει ο Μπαρνς, ο ιρλανδός γράφει πολύ καλύτερά του. Τι θα περίμενε όμως κανείς από μια επιτροπή με επικεφαλής μια πρώην κατάσκοπο, που ήθελε ντε και καλά να ρίξει το βάρος στην «αναγνωσιμότητα» (βλέπε εμπορικότητα) των βιβλίων (εξ ου και το Snowdrops) αντί στην ποιότητά τους. Το Μπούκερ ήταν πάντα ένα βραβείο που διακρινόταν για τις ποιοτικές του λογοτεχνικές επιλογές. Φέτος αυτό άλλαξε, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις – μεταξύ των οποίων και τη δημιουργία ενός νέου ανταγωνιστικού θεσμού. Για να δούμε τι άλλο θα δούμε…

Thursday, October 13, 2011

Jamil Ahmad – The Wandering Falcon

Αγορά από το Book Depository

Το The Wandering Falcon είναι ένα εκείνα τα μυθιστορήματα που μπορούν να διαβαστούν και σαν παραμύθια. Εδώ που τα λέμε έχει όλα τα στοιχεία ενός καλού παραμυθιού: μιλά για συνήθειες, έθιμα και παραδόσεις και για τη μυστηριώδη Ανατολή και προσπαθεί να εξηγήσει μέσα από την αφήγηση κάποια πράγματα τα οποία εμείς οι δυτικοί, όσο κι αν προσπαθούμε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
     Ο βασικός πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία είναι ο Τορ Μπαζ, το δημιούργημα ενός μεγάλου πλην παράνομου έρωτα. Γεννήθηκε σ’ ένα στρατιωτικό φυλάκιο στη μέση της ερήμου και μεγάλωσε, όσο πρόλαβε να μεγαλώσει, ανάμεσα στους στρατιώτες και τους μόνιμα τρομοκρατημένους του γονείς. Τους δίκαια τρομοκρατημένους του γονείς, θα έπρεπε μάλλον να πω, αφού κάποια μέρα οι χειρότεροί τους φόβοι θα γίνονταν πραγματικότητα: αυτοί που τους κυνηγούσαν θα τους εντόπιζαν και το νήμα της ζωής τους θα κοβόταν έτσι στα ξαφνικά. Πέφτοντας νεκροί, θύματα εκείνων των οποίων την τιμή είχαν προσβάλει, θα άφηναν πίσω τους ένα παιδί που θα ήταν αδύνατον να επιβιώσει μόνο. Η τύχη ωστόσο θα του χαμογελούσε, αφού σύντομα θα το ανακάλυπτε ένας στρατιωτικός, ο οποίος θα το έθετε υπό την προστασία του. Ο μικρός Τορ θα ταξίδευε μαζί του προς μια μακρινή πόλη, όπου θα ανακάλυπτε ένα θαυμαστό καινούριο κόσμο: τον κόσμο των γραμμάτων και της αρχαίας αλλά και νέας γνώσης. Δάσκαλός του, ο ιδιόρρυθμος μουλάς Μπαρεράι, ένας άντρας που στο μέλλον θα είχε να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής. Καθώς οι καιροί άλλαζαν και νέες πραγματικότητες διαμορφώνονταν, καθώς «κάποιες αξίες και ένας τρόπος ζωής έπρεπε να πεθάνουν», αυτός όφειλε να κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του ώστε να προστατέψει τους ανθρώπους από το χειρότερό εαυτό τους, να αποτρέψει τα μεγαλύτερα κακά.
     Ο Τορ και ο Μπαρεράι, με μοναδικά όπλα τη γνώση και την πονηριά τους θα χάραζαν στο μέλλον διαφορετικές πορείες στον κόσμο, αλλά τα μονοπάτια τους δεν θα έπαυαν ποτέ να συναντιόνται, είτε στα λημέρια της μνήμης είτε στις ερημιές του κόσμου. Μέσα από τις περιπέτειές τους έχουμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε κόσμους αλλιώς κι αλλιώτικους, όπου οι αξίες των ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικές από τις δικές μας, όπου οι αφορισμοί τους ακούγονται στ’ αυτιά μας σχεδόν αποκρουστικοί: «Η συνείδηση μοιάζει σαν ένας φτωχός συγγενής που ζει στο σπίτι ενός πλούσιου άντρα». Καθώς θα περιφέρονται ανάμεσα στα αόρατα στην αρχή και όλο και πιο απτά στη συνέχεια σύνορα ανάμεσα στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, θα γνωρίσουν -και θα μας γνωρίσουν- πολλούς ανθρώπους, θα δουν και θα μάθουν και θα διδάξουν πολλά.
     Αυτό είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αλλά όχι από τα συνηθισμένα. Ο συγγραφέας του δεν μοιάζει να πειραματίζεται, αλλά απλά φαίνεται να προσπαθεί να πει μια ιστορία. Μια ιστορία που προκύπτει μέσα από θραύσματα, μέσα από στιγμιότυπα ζωής. Μια ιστορία για ένα κόσμο βαθιά βυθισμένο στα απόνερα της παράδοσης και ανίκανο να προσαρμοστεί στις νέες πραγματικότητες. Για ένα κόσμο ανδροκρατούμενο, με μια ιδιόρρυθμη ηθική, που αποδέχεται κάποια πράγματα όπως τις απαγωγές και το φόρο του αίματος, ακόμη και το εμπόριο γυναικών σαν κάτι εντελώς φυσιολογικό, κι ας η μνήμη ενός από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες ήταν «μια θάλασσα από πρόσωπα γυναικών, και το μικρό του κορμί έτρεμε από ένταση κάθε φορά που έβλεπε ένα ακόμη πρόσωπο που προοριζόταν για πώληση».
     Το Περιπλανώμενο Γεράκι είναι μια ιστορία που έχει να πει πολλά και η οποία, παρά τις όποιες σκοτεινές πτυχές της, διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, αφήνοντας ωστόσο στο τέλος πίσω της μια γεύση γλυκόπικρη – κάτι που θυμίζει εμπειρία ζωής. Αξίζει τον κόπο να διαβαστεί απ’ τον καθένα.

Tuesday, October 11, 2011

A.D. Miller – Snowdrops

Αγορά από το Book Depository

Όπως διαβάζουμε… χιονόσταλες, αποκαλούν στη μοσχοβίτικη αργκό τα πτώματα που κρύβονται κάτω από τα χιόνια του χειμώνα για μήνες, μέχρι να έρθουν στο φως όταν αυτά αρχίσουν να λιώνουν.
     Με μια χιονόσταλα, αλλά και με πολλά άλλα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη ρωσική κοινωνία ασχολείται σ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, ο A.D. Miller. Το Snowdrops, που μπορεί να διαβαστεί σαν νουάρ, αλλά και σαν κοινωνικό σχόλιο, και το οποίο προτάθηκε για το φετινό βραβείο Μπούκερ (ο νικητής θ’ ανακοινωθεί στις 18 Οκτωβρίου), είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που συνεπαίρνουν τον αναγνώστη όχι τόσο για τη δράση όσο για τους πρωταγωνιστές του. Τον συγγραφέα δεν μοιάζει τόσο να τον απασχολούν οι πράξεις των ανθρώπων, αλλά το τι τους οδηγεί σε αυτές. Φαίνεται με τον τρόπο του να διυλίζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους, αλλά δεν τους επικρίνει. Αντί αυτού τους αφήνει απλά να ζουν τις μικρές χαρές και τα σχεδόν παθητικά τους δράματα και τους απογυμνώνει σχεδόν από κάθε είδους συναισθήματα. Μέσω τους λέει στον αναγνώστη ότι στο τέλος της ημέρας όλα είναι μια συναλλαγή.
     Οι βασικοί πρωταγωνιστές σ’ αυτή την ιστορία είναι τρεις και η συνάντησή τους -τουλάχιστον φαινομενικά- σ’ ένα σταθμό του Μετρό, είναι τυχαία, καθώς ο Νικ Πλατ, δικηγόρος από το Λονδίνο που τώρα ζει και εργάζεται στη Μόσχα, σώζει δύο κοπέλες από ένα τσαντάκια. Η Μάσα είναι μια πανέμορφη νέα γυναίκα, και η Κάτια, η αδελφή της, μια εξίσου όμορφη, πλην έφηβη κοπέλα.
     Ο Νικ, στην αρχή, δεν περιμένει να βγει κάτι από τη συνάντηση αυτή, αλλά η τύχη, ή μάλλον οι γυναίκες, έχουν άλλα σχέδια γι’ αυτόν. Έτσι, σιγά σιγά, αρχίζει ν’ αναπτύσσεται μεταξύ τους μια στενή φιλική σχέση, που σε ό,τι αφορά τη μια από αυτές, την Μάσα, σύντομα μετατρέπεται και σε ερωτική. Η γυναίκα αυτή, με την απαράμιλλη ομορφιά και τους σαγηνευτικούς της τρόπους, συναρπάζει τον Νικ και έτσι αυτός πολύ σύντομα νιώθει μέσα του να ξυπνά το πρωτόγνωρο σχεδόν συναίσθημα του έρωτα. Αλλά είναι στ’ αλήθεια ερωτευμένος μαζί της; Δεν είναι και τόσο σίγουρος. Εξάλλου ζει σε μια μεταιχμιακή, σκληρή εποχή, αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια πόλη που έχει αλλάξει πολύ από το πρόσφατο παρελθόν: οι νεόπλουτοι επιδίδονται σε εκρήξεις καταναλωτισμού, οι ολιγάρχες του πετρελαίου κάνουν παιχνίδι, η φτώχεια γίνεται όλο και πιο μεγάλη και το τέρας της πορνείας θεριεύει, τα ήθη έχουν πια ολοκληρωτικά ξεπέσει και οι ξένοι προσπαθούν να κάνουν μπίζνες, αδιαφορώντας απόλυτα για τον ανθρώπινο παράγοντα. Όπως λέει και ο Στιβ Γολς, δημοσιογράφος και φίλος του Νικ: «Στη Ρωσία υπάρχουν μόνο ιστορίες για το έγκλημα», και «Εγώ είμαι πολίτης της δημοκρατίας του κυνισμού».
     Αλλά ο Νικ δεν είναι τόσο πολύ κυνικός, όσο αδιάφορος ή μάλλον παθητικός. Ξέρει πολύ καλά ότι το καθετί εκεί που ζει έχει ένα τίμημα, περιμένει από στιγμή σε στιγμή να το πληρώσει, κι όμως δεν προσπαθεί να κάνει κάτι για να σώσει τον εαυτό του από την καταστροφή. Αντί αυτού παίζει ξανά και ξανά με τη φωτιά κι ας καεί. Εξάλλου: Πού αλλού θα μπορούσε να γνωρίσει μια γυναίκα σαν τη Μάσα; Και πού αλλού θα μπορούσε να ζήσει μια τέτοια περιπέτεια; Η δική του περιπέτεια ωστόσο δεν προκαλεί τόσο την αγωνία, όσο την περιέργεια για του τι πρόκειται να συμβεί.
     Εδώ έχουμε ένα καλογραμμένο βιβλίο, που διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, και το οποίο μας ξεναγεί με άμεσο τρόπο σ’ ένα κόσμο αλλιώτικό, κρύο και σκληρό, όπου όμως εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες αναλαμπές καλοσύνης και ανθρωπιάς. Αποτελεί όμως κατάλληλο «υλικό» για το βραβείο Μπούκερ; Μάλλον όχι.

Monday, October 10, 2011

Richard Castle – Heat Rises

Αγορά από το Book Depository

Ο Richard Castle επιστρέφει με τον τρίτο τόμο με τις περιπέτειες της ντετέκτιβ Νίκι Χιτ και του δημοσιογράφου/συγγραφέα Τζέιμσον Ρουκ, με τίτλο Heat Rises, αλλά το ερώτημα παραμένει: ποιος είναι ο Κάσολ (και όχι Κασλ). Στην αρχή σκέφτηκα ότι μάλλον είναι κάποιος από τους «συνάδελφούς» συγγραφείς με τους οποίους παίζει πόκερ στην τηλεοπτική σειρά ο πρωταγωνιστής: ο Τζέιμς Πάτερσον, ο Μάικλ Κόνελι ή ο Ντένις Λεχέιν (σίγουρα δεν είναι ο Στίβεν Κανέλ, αφού έχει πεθάνει), αλλά στο νέο τόμο πιστεύω ότι εντόπισα κάποια γυναικεία «αγγίγματα», οπότε έφτασα και πάλι σε αδιέξοδο.
     Όπως και νάχει, το Heat Rises, όπως και τα Heat Wave και Naked Heat (παρουσίαση εδώ) που προηγήθηκαν, είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα. Και θα λέγαμε ότι μ’ ετούτο ο συγγραφέας ανεβαίνει ένα επίπεδο. Κι αυτό επειδή παίζει το παιχνίδι της παραπλάνησης του αναγνώστη καλύτερα από ποτέ. Τον παρασύρει από τον ένα τόπο στον άλλο, από τον έναν ύποπτο στον επόμενο, του κεντρίζει το ενδιαφέρον με διάφορες κορυφώσεις και του κλείνει περίτεχνα τα μάτια.
     Όλα αρχίζουν όταν ανακαλύπτεται το πτώμα ενός ιερωμένου ονόματι Τζέραλντ Γκραφ, σε ένα υπόγειο καταγώγιο, το Pleasure Bound (λογοπαίγνιο: απόλαυση και δεσμά) όπου διάφορα μέλη της υψηλής και μη κοινωνίας επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Οι υποψίες στην αρχή, όπως είναι φυσικό, πέφτουν πάνω στην ιδιοκτήτρια του κλαμπ, Ροξάν Παλτζ και στις γυναίκες που δουλεύουν εκεί, αλλά δεν υπάρχουν κάποια στοιχεία εναντίον τους πέρα από το γεγονός ότι το πτώμα ανακαλύφθηκε στο χώρο.
     Η υπόθεση αυτή  λοιπόν κρύβει άλλες διαστάσεις και όπως σύντομα θ’ ανακαλύψει η Χιτ τα πάντα καλύπτουν διάφορες στρώσεις από μυστικά και ψέματα. Κι όπως θα αποδειχτεί ο νεκρός διατηρούσε στενές σχέσεις με ύποπτα άτομα από την Κολομβία, τα οποία ίσως να κρύβονται πίσω από τη δολοφονία.
     Στο μεταξύ τα πράγματα κάθε άλλο παρά απλά είναι και στην προσωπική της ζωή. Από τη μια είναι η αγωνία της για την εν αναμονή προαγωγή της, από την άλλη είναι η συμπεριφορά του αρχηγού του τμήματος και μέντορά της, Μοντκόμερι, που όλο και περισσότερο την ξενίζει τώρα τελευταία, ή μάλλον της κινά τις υποψίες ότι παίζει κάποιο ύποπτο παιχνίδι, και τέλος είναι η απουσία του Ρουκ, σε μια μυστική αποστολή στο εξωτερικό, που της κλέβει κάτι από την καθημερινή χαρά της ζωής. Ωστόσο όσο περνούν οι μέρες τα πράγματα αντί να ξεκαθαρίζουν γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Τα νέα σε ό,τι αφορά το θέμα της προαγωγής είναι ενθαρρυντικά, αλλά σε ότι αφορά τους άντρες, κάποια στιγμή νιώθει προδομένη κι από τους δύο. Και από τη στιγμή που πήρε φόρα, σύντομα θα έπαιρνε και την κατηφόρα. Μια κατηφόρα που θα την οδηγούσε στην αποπομπή της μέχρι νεωτέρας από το αστυνομικό σώμα. Τώρα, νιώθοντας μόνη και κυνηγημένη, στρέφεται θέλοντας και μη στον μοναδικό άνθρωπο, πέρα από τους στενούς της συνεργάτες Ράιλι και Οτσόα, που μπορεί να εμπιστευτεί: τον επανακάμψα Ρουκ. Οι δυο τους λοιπόν ξεκινούν μια μοναχική σταυροφορία που θα τους φέρει κατ’ επανάληψη πρόσωπο με πρόσωπο με τον κίνδυνο και που θα κάνει τη σχέση τους ακόμη πιο δυνατή. Στη διάρκεια αυτής της μεγάλης περιπέτειας, που διαδραματίζεται εν μέσω του πιο σκληρού χειμώνα που γνώρισε η Νέα Υόρκη τα τελευταία εκατό χρόνια, η Χιτ θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλη τη σωματική και πνευματική της δύναμη για να αντεπεξέλθει, αλλά και για να φτάσει σε μια σημαντική απόφαση, η οποία θα καθορίσει την υπόλοιπή της τη ζωή. Κι ο Ρουκ θα βρίσκεται δίπλα της την κάθε στιγμή, θα την ακολουθεί, θα τη βοηθά, θα την καθοδηγεί.
     Όπως είπαμε και πιο πάνω, αυτή είναι μια απολαυστική περιπέτεια που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους του είδους. Οι κριτικές που πήρε από τους αναγνώστες είναι κατά το πλείστον διθυραμβικές και εγώ προσωπικά περιμένω με ανυπομονησία να διαβάσω τον επόμενο τόμο της σειράς, που υποθέτω θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 2012.

Friday, October 7, 2011

Shuichi Yoshida – Villain

Αγορά από το Book Depository

Όπως και να το δει κανείς τα αστυνομικά μυθιστορήματα των γιαπωνέζων συγγραφέων διαφέρουν πολύ απ’ αυτά των αμερικανών και των ευρωπαίων. Οι ανατολίτες μοιάζουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την ψυχολογική κατάσταση των εγκληματιών παρά για το ίδιο το έγκλημα και ο Yoshida δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό. Αντίθετα μας χαρίζει ένα μυθιστόρημα όπου η λύση στο γρίφο δίνεται σχετικά νωρίς, αλλά που καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον μας ζωντανό από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα περιγράφοντας τον έσω κόσμο των ηρώων του, αλλά και τις περιπέτειες δύο από αυτούς.
     Όλα αρχίζουν όταν κάποιος ανακαλύπτει το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας σ’ ένα απομονωμένο ορεινό αυτοκινητόδρομο. Το όνομα της κοπέλας είναι Yoshino Ishibashi και οι ύποπτοι για τη δολοφονία της είναι δύο. Ο ένας είναι ένας πλούσιος γυναικάς ονόματι Keigo Masuo, με τον οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας της κοπέλας στις φιλενάδες της, διατηρούσε σχέσεις, ενώ ο άλλος είναι κάποιος κτίστης, ο Yuichi Shimizu, ο οποίος έχει μανία με τα αυτοκίνητα, ενώ του αρέσει κιόλας να γνωρίζει γυναίκες μέσω εξειδικευμένων σελίδων στο ίντερνετ.
     Ο συγγραφέας κάνοντας μικρές αναδρομές στην ιστορία των βασικών πρωταγωνιστών, αλλά και της νεκρής κοπέλας, φέρνει στην επιφάνεια σκοτεινά μυστικά και ψέματα και μας μιλά για τη σύγχρονη κοινωνία, στην οποία οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλλα γίνονται όλο και πιο δύσκολες, αλλά και περίπλοκες. Γράφει ακόμη για την αλαζονεία, τη μοναξιά, τη ματαιοδοξία, για τα μεγάλα όνειρα που δεν τους είναι γραφτό να γίνουν πραγματικότητα, για τα διαφορετικά πρόσωπα του έρωτα. Και δεν χαρίζεται στους ήρωές του. Τους ταλαιπωρεί σωματικά, τους βασανίζει ψυχολογικά, μοιάζει να προσπαθεί να τους αναγκάσει με το έτσι θέλω να ρίξουν μια καλή ματιά στον καθρέφτη. Τι θα δουν εκεί; Το σκοτάδι και την απόγνωσή τους.
     Ωστόσο το βιβλίο αυτό δεν καταπιάνεται μοναχά με τις ψυχές, αλλά θέτει και ηθικά διλήμματα, μοιάζει να ρωτά τον αναγνώστη: «Ποιος είναι περισσότερο ένοχος, αυτός που σκότωσε και ζει μέσα στις ενοχές, ή αυτός που οδήγησε στο έγκλημα και δεν δίνει μία γι’ αυτό που συνέβηκε;» Το πώς φτάσαμε ως εδώ μοιάζει επίσης να τον απασχολεί, οι σύγχρονες μικρές απελπισίες μας. Ο αγώνας για μια αξιοπρεπή ζωή, η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, ο πολιτισμός του γρήγορου σεξ, η απομόνωση, η ανάγκη των ανθρώπων ν’ αγαπούν και ν’ αγαπιούνται.
     Θα λέγαμε ότι εδώ δεν έχουμε τόσο πολύ να κάνουμε με ένα αστυνομικό θρίλερ όσο με ένα οδοιπορικό στις ψυχές και στις μικρές, καλές ή κακές, στιγμές κάποιων ανθρώπων, ή ακόμη και μια ιστορία έρωτα με άσχημο τέλος. Όλα έρχονται από κάπου και καταλήγουν κάπου, φαίνεται να λέει ο συγγραφέας. Και για να γίνει πειστικός κάνει αναφορές στις διάφορες μικροϊστορίες που διαμορφώνουν το μέλλον των ηρώων του. Ηρώων που δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς. Εκεί που οι αποστάσεις και οι πολιτισμικές διαφορές μας χωρίζουν, η τεχνολογία και τα παγκόσμια συμπτώματα μιας ατέρμονης μοναξιάς μας ενώνουν. Έτσι η εκεί ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει εδώ.
     Ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο και καίριο, που έχει πολλά να πει στο σύγχρονο αναγνώστη.

Thursday, October 6, 2011

José Saramago – Cain

Αγορά από το Book Depository

«Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία των παρεξηγήσεών μας με το θεό, αφού δεν μας καταλαβαίνει και δεν τον καταλαβαίνουμε».
     Αυτό είναι ένα από εκείνα τα βιβλία τα οποία απόλαυσα με την ψυχή μου. Ο Σαραμάγκου σ’ αυτό, το τελευταίο του έργο, αναπλάθει ποιητική αδεία τη ζωή του Κάιν και χαρίζει στον αναγνώστη, ειδικά σ’ εκείνον που δεν κολλάει στο γράμμα των γραφών, ένα ξεκαρδιστικό σε πολλά σημεία κείμενο. Διαβάζοντάς το, τολμώ να ομολογήσω, συνέλαβα πολλές φορές τον εαυτό μου να συμφωνεί με τις ολίγον αιρετικές απόψεις του συγγραφέα, ενώ το χαμόγελο δεν έλειψε στιγμή από τα χείλη μου.
     Εν αρχή ήταν η δημιουργία και όχι ο λόγος, αφού όπως διαβάζουμε όταν ο θεός έφτιαξε τον άνθρωπο ξέχασε να του δώσει το χάρισμα της ομιλίας. Όταν το έκανε όμως πολύ πιθανόν να το μετάνιωσε μετά, αφού αν ο Κάιν δεν μπορούσε να μιλήσει δεν θα του έκανε λεκτικές επιθέσεις όλη μέρα και δεν θα προσπαθούσε να αμαυρώσει παντού και σε όλους το όνομά του. Μέχρι να συμβεί αυτό όμως θα περνούσε πολύς καιρός.
     Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα οι πρωτόπλαστοι δεν αποτελούσαν και τα καλύτερα δείγματα ανθρώπων. Όπως λέει μάλιστα, την εποχή που εκδιώχθηκαν: «Ο Αδάμ και η Εύα έμοιαζαν με δυο ουρακοτάγκους που στάθηκαν για πρώτη φορά στα δυο τους πόδια». Ωστόσο άρχισαν σιγά σιγά να στρώνουν. Κι αυτό επειδή έπρεπε πια να βγάζουν τα προς το ζην, μια και ο παράδεισος όπου την περνούσαν ζωή και κότα πριν, ήταν πια απαγορευμένο μέρος γι’ αυτούς. Όπως μαθαίνουμε οι δυο τους έστησαν το λιτό σπιτικό τους στις όχθες των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, όπου με τη βοήθεια των ζώων (που επίσης εξορίστηκαν), άρχισαν να καλλιεργούν τη γη. Στην αρχή φυσικά ήταν σκούρα τα πράγματα αφού δεν είχαν τροφή, έτσι πού και πού η Εύα έπρεπε να πηγαίνει μια βόλτα προς τον παράδεισο και να ζητιανεύει φρούτα από τους φύλακες αγγέλους. Όσο περνούσε ο καιρός όμως γίνονταν όλο και πιο ανεξάρτητοι και κάποτε άρχισαν, χωρίς φυσικά να καταλαβαίνουν το πώς και το γιατί, ν’ αποκτούν παιδιά. Ο Άβελ και ο Κάιν είναι φυσικά τα πιο γνωστά. Ο πρώτος ήταν σύμφωνα με του Σαραμάγκου τις γραφές ένας τύπος προκλητικός, που του άρεσε να προσβάλλει τους άλλους και να τραβά το σκοινί όσο πάει. Κάποια μέρα λοιπόν το σκοινί έσπασε και ο Κάιν τον σκότωσε. Κι από εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε η κόντρα του με το θεό. Κι από εκείνη ακριβώς τη μέρα άρχισε το ταξίδι του. Ένα ταξίδι μπρος πίσω στο χρόνο και στις επίσημες γραφές, τις οποίες διακωμωδεί με περίτεχνο τρόπο ο συγγραφέας.
     Ο Κάιν σ’ αυτό το βιβλίο μας παρουσιάζεται σαν ο πρώτος ήρωας της εβραϊκής ιστορίας. Κάποιος που κάνει τα πιο τολμηρά πράγματα, που δεν φοβάται καθόλου το θάνατο, και που δεν χάνει ευκαιρία να τα χώνει στο θεό. Τον συναντάμε λοιπόν στα Σόδομα και τα Γόμορρα, στη θυσία του Αβραάμ (ή του Ισαάκ), στην Κιβωτό του Νώε, στον Πύργο της Βαβέλ και στην έρημο με τον Μωυσή και τον βλέπουμε να υποδύεται το ρόλο του Καλού Σαμαρείτη. Παντού ταξιδεύει χρησιμοποιώντας το όνομα του Άβελ, παντού συναντά την αδικία και το κακό πρόσωπου του θεού και προσπαθεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά του. Ένας ήρωας αλλιώς κι αλλιώτικος, που δεν ζητά την εξιλέωση, αλλά απαιτεί τη συγγνώμη του θεού που τον αδίκησε.
     Αυτό δεν είναι ένα βιβλίο που θα σύστηνα στον καθένα, αλλά είμαι σίγουρος ότι όποιος διάβασε άλλα έργα του συγγραφέα ή αυτά του Καζαντζάκη σίγουρα θα το απολαύσει. Ο Σαραμάγκου εδώ δεν φαίνεται να προσπαθεί να προκαλέσει, αλλά απλά μοιάζει να θέλει να πει στον αναγνώστη ότι το «πίστευε και μη ερεύνα» το μόνο που κάνει είναι να διαιωνίζει την άγνοια, να του κλείνει τα μάτια και τ’ αυτιά, να του στερεί κάτι από την ελεύθερη βούληση και την ανεξαρτησία του.

Tuesday, October 4, 2011

Ismet Prcic - Shards

Αγορά από το Book Depository

Ο συγγραφέας είναι αμερικανός βοσνιακής καταγωγής. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του παλιά ήταν μόνο βόσνιος, αλλά μετά έμαθε λίγα αγγλικά και του έδωσαν ένα χαρτί που έλεγε ότι τώρα ήταν αμερικανός.
     Αν κρίνουμε απ’ αυτό, το πρώτο του μυθιστόρημα, που κυκλοφορεί σήμερα στην Αμερική, πρόκειται για ένα βαλκάνιο συγγραφέα με τα όλα του, καθώς μιλά για όλα αυτά τα πράγματα που απασχολούν την περιοχή: τους εμφυλίους πολέμους, την προσφυγιά, τη μετανάστευση, τις θρησκείες που χωρίζουν αντί να ενώνουν τους λαούς.
     Η αφήγησή του κινείται σε παράλληλα επίπεδα και μας ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο, ώστε να μας πει με το δικό του μοναδικό τρόπο την ιστορία. Την ιστορία ενός παιδιού και δύο νέων.  Το παιδί και ο πρώτος νέος είναι ο Ισμέτ, ο δεύτερος νέος είναι ο Μουσταφά. Αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια η Μουσταφά ή μήπως είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα; Όλα δείχνουν ότι υπάρχει, αλλά κάποια στοιχεία δείχνουν ότι ίσως και να μην υπήρξε ποτέ, και ότι αποτελεί απλά τον άλλο εαυτό του αφηγητή. Ο Ισμέτ δεν έχει πάει στο στρατό, δεν έχει πολεμήσει, αλλά ο Μουσταφά το έχει κάνει. Ο Ισμέτ έχει ταξιδέψει, ενώ ο Μουσταφά όχι. Ο Ισμέτ ζει, ενώ ο Μουσταφά έχει πεθάνει. Ή όχι;
     Ο συγγραφέας πλέκοντας μαστορικά το υφαντό της αφήγησής του μοιάζει να παίζει με τον αναγνώστη και το χρόνο, να χτίζει βεβαιότητες και να τις γκρεμίζει, να του λέει ότι όλα είναι πιθανά, ακόμη και τα πλέον απίθανα. Οι δύο ήρωές του μοιάζουν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, να σμίγουν υποσυνείδητα τις ζωές τους για να φτιάξουν τον ιδανικό, κάτω από τις περιστάσεις, άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που αγαπάει πολύ και μισά άλλο τόσο. Που αγωνίζεται και που το βάζει στα πόδια. Που ονειρεύεται μια όμορφη ζωή και που φλερτάρει με το θάνατο.
     Οι φυλετικοί και θρησκευτικοί φανατισμοί, οι απατεώνες πολιτικοί, η διαφθορά, η απάτη, η αγωνία για την επιβίωση, αλλά και ο έρωτας είναι τα στοιχεία που αφήνουν το στίγμα τους σ’ αυτό το βιβλίο. Επιστρατεύοντας το μαύρο χιούμορ, ο συγγραφέας ρίχνει όλους τους ήρωές του σε ευτράπελες καταστάσεις, τους χτυπά αλύπητα και τους χαρίζεται, τους ανοίγει το δρόμο και τους βάζει τρικλοποδιές. Μοιάζει να τους λέει ότι στο τέλος της ημέρας τίποτα δεν εξαρτάται απ’ τους ίδιους. Κάποιοι απ’ αυτούς τα καταφέρνουν, επιβιώνουν και κτίζουν μια καλύτερη ζωή, και κάποιοι όχι, απλά σβήνουν και χάνονται κάτω από τα συντρίμμια του πολέμου και των αλλοτινών ζωών. Αλλά κι αυτοί ακόμη που επιβιώνουν δεν τη βγάζουν ακριβώς καθαρή αφού όπου και να πάνε κουβαλούν πάντα μαζί τα φαντάσματά τους. Είτε αυτά είναι κάποιοι επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι έρωτες, είτε κάποιες ενοχές, είτε η αδυναμία τους να απολαύσουν τη ζωή χωρίς τη βοήθεια κάποιων ουσιών.
     Από ένα πόλεμο όλοι βγαίνουν νικημένοι. «Όλα άρχισαν από κάποιους πολιτικούς που τσακώνονταν στην τηλεόραση», λέει ο Ισμέτ, και προτού περάσει και πολύς καιρός οι αλλοτινοί φίλοι άρχισαν να στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο, η συμβίωση των λαών αποδείχτηκε μια απλή ψευδαίσθηση και στο τέλος όλοι οι εμπλεκόμενοι κατάντησαν «ήρωες της μαλακίας που τους δέρνει» (σε ελεύθερη μετάφραση).
     Ο συγγραφέας μέσα από ημερολογιακές καταχωρήσεις, αποκόμματα, αναμνήσεις και προφορικές αφηγήσεις στήνει το μωσαϊκό κάποιων ζωών θρυμματισμένων, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, ζωών που θυσιάστηκαν στο βωμό της παράνοιας του πολέμου. Η γραφή του άμεση, και πού και πού ποιητική, μας ταξιδεύει αβίαστα στο χθες κάποιων λαών και μας βοηθά ν’ ακολουθήσουμε τ’ αχνάρια της ιστορίας τους που βάφτηκαν με αίμα. Ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος – και διάβασα όντως πολλά.