Tuesday, December 22, 2009

Stieg Larsson – The Girl who Played with Fire

 
 Αγορά από το Book Depository

Διαβάζοντας το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» αντιλαμβάνεται κανείς πόσο καλά είχε σχεδιασμένη στο μυαλό του ο Στιγκ Λάρσον την τριλογία του «Μιλένιουμ». Κι αυτό, αφού σ’ αυτό τον τόμο βλέπουμε να επανέρχεται ένα πρόσωπο από το «Κορίτσι με το τατουάζ», που δεν έμοιαζε να τελειώνει ο ρόλος του στο πρώτο βιβλίο, και που διαδραματίζει ένα έστω μικρό, αλλά κεντρικό ρόλο εδώ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά από τις πρώτες σελίδες του ανά χείρας βιβλίου, τον βλέπουμε να βάζει τις βάσεις για εκείνο που θα ακολουθήσει, αφού κάθε άλλο παρά τυχαία μπορούμε να θεωρήσουμε την παρουσία της Σαλάντερ σε κάποιο νησί της Καραϊβικής, όπου ένας φαινομενικά καθώς πρέπει άντρας τραβάει την προσοχή της με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του.
Αν έχουμε μία «αντίρρηση» σχετικά με την ανάπτυξη του μύθου σ’ αυτό τον τόμο είναι ότι καθυστερεί να πάρει μπρος, αλλά όταν το κάνει η δράση είναι καταιγιστική και οι ανατροπές ακολουθούν η μια την άλλη.
Με τι καταπιάνονται εδώ η φοβερή Σαλάντερ και ο Μπλόμκβιστ; Μα με τις κατηγορίες για δολοφονία τριών προσώπων που από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται ν’ αντιμετωπίζει η πρώτη. Ο δικηγόρος Μζιούρμαν, αυτός που βίασε τη Λισμπέθ στον προηγούμενο τόμο, βρίσκεται δολοφονημένος, σχεδόν ταυτόχρονα με ένα νέο δημοσιογράφο του Μιλένιουμ και τη φίλη του, που γράφει το διδακτορικό της με θέμα το εμπόριο λευκής σαρκός στη Σουηδία. Και οι τρεις έχουν φαινομενικά εκτελεστεί εν ψυχρώ με ένα πιστόλι που φέρει τα δαχτυλικά αποτυπώματα της Λισμπέθ. Η κοπέλα, που δεν μπορεί να εμπιστευτεί καθόλου τις αρχές, αποφασίζει να εξαφανιστεί από προσώπου γης και ν’ αρχίσει τη δική της έρευνα για διαλεύκανση της υπόθεσης, αφού πιστεύει ότι κανένας απολύτως δεν πιστεύει ότι είναι αθώα. Και σ’ αυτό θα πέσει έξω, αφού τόσο ο Μπλόμκβιστ, που της χρωστά τη ζωή του, όσο και ο πρώην εργοδότης της και κάποιοι φίλοι από το παρελθόν, θα ξεκινήσουν το δικό τους αγώνα για να αποδείξουν την αθωότητά της. Στις προσπάθειές τους θα σταθούν εμπόδια ένας πρώην συνάδελφος της κοπέλας, ένας τίμιος πλην ξεροκέφαλος και θερμόαιμος αστυνομικός, αλλά και το ίδιο το αστυνομικό και επιστημονικό κατεστημένο της χώρας, που για κάποιο λόγο θέλουν να φτάσουν πρώτοι στην κοπέλα, ώστε να μην έρθουν στο φως κάποια σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν.
Καθώς τα μυστικά και ψέματα οδηγούν τους αθώους ακόμη ερευνητές από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, μαθαίνουμε κάποια πράγματα για τη ζωή της Λισμπέθ, που εξηγούν την αντιπάθειά της για τις αρχές και τις ακραία αντικοινωνικές της τάσεις. Και όσο περισσότερα μαθαίνουμε, τόσο περισσότερο ενισχύεται η άποψή μας ότι είναι ο καλύτερος ίσως διαμορφωμένος, ή αν προτιμάτε σκιαγραφημένος γυναικείος χαρακτήρας, από την εποχή των ρώσων κλασικών. Ο Λάρσον έκανε μια καταβύθιση στα βάθη της ψυχής της ηρωίδας του, φέρνοντας στην επιφάνεια κάποιες σκληρές ή μη αλήθειες όπως: το πώς άρχισαν όλα, το ότι έχει μια δίδυμη αδελφή («Εγώ γεννήθηκα πρώτη, εκείνη γεννήθηκε όμορφη», λέει κάπου) την οποία έχει να συναντήσει χρόνια, τα πόσα υπέφερε υπό την προστασία ενός δυσλειτουργικού κοινωνικού συστήματος, που έκανε ό,τι μπορούσε για να την κρατήσει «φυτό», εσώκλειστο πειραματόζωο σε κάποιο εργαστήριο.
Το «Κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά» είναι ένα βιβλίο σκληρό, σκληρότερο από το «Κορίτσι με το τατουάζ», αλλά και ένα βιβλίο όπου η γυαλιστερή βιτρίνα μιας χώρας και πάλι γκρεμίζεται, και όπου κάποιοι απλά δεν μπορούν να επιτρέψουν στα κάθε λογής καθάρματα να τη βγάλουν και πάλι καθαρή.
Πυκνογραμμένο, καλογραμμένο και μετά το πρώτο τρίτο του καταιγιστικό. Ανυπομονώ να διαβάσω το τρίτο μέρος. Όπως βλέπω ο ελληνικός τόμος αριθμεί 700 σελίδες σε αντίθεση με τον αγγλικό που είναι μόλις 500. Τι μας έφταιξαν τα καημένα τα δεντράκια;

Friday, December 18, 2009

Haruki Murakami – After Dark

 
Αγορά από το Book Depository

Αν και διαβάζω γιαπωνέζικη λογοτεχνία εδώ και χρόνια καθυστέρησα κάπως να κάνω βουτιά στους κόσμους του Χαρούκι Μουρακάμι λόγω του ότι είναι… διάσημος! Ο καθένας με τον πόνο του, που λέμε. Πρώτα διάβασα το μεγάλο του, σε μέγεθος και σε ουσία, μυθιστόρημα “Kafka on the Shore” ενώ χθες… καταβρόχθισα τη νουβέλα “After Dark”.
Ο Μουρακάμι σ’ αυτό το βιβλίο θυμίζει λίγο Μπανάνα Γιοσιμότο, αφού με εξαίρεση ένα άντρα, όλοι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές είναι γυναίκες. Γυναίκες πονεμένες και μόνες, ασχημόπαπα και σταχτοπούτες, τυχερές και κακοποιημένες. Γυναίκες που συναντώνται τυχαία στη διάρκεια μιας νύχτας και μοιράζονται μυστικά για τις ζωές τους, που ξύνουν πληγές και ταξιδεύουν στους κόσμους των ονείρων και των αναμνήσεών τους. Γυναίκες που κάθε τόσο μοιάζουν να βρίσκονται στα όρια της απελπισίας: «Όταν τελειώνω τη δουλειά και ξαπλώνω στο κρεβάτι πάντα σκέφτομαι: μακάρι να μην ξυπνήσω. Μακάρι να συνεχίσω να κοιμάμαι. Επειδή αν το κάνω δε θα υπάρχει λόγος να σκέφτομαι τίποτα». Τα πιο πάνω λόγια τα λέει η Κορότζι στη Μαρί, τη βασική πρωταγωνίστρια της ιστορίας. Στη Μαρί, το ασχημόπαπο, της οποίας η πανέμορφη αδελφή με το όνομα Έρι, ζει το… όνειρο της απελπισμένης Κορότζι, αφού εδώ και δύο μήνες κοιμάται συνεχώς. Όχι, δεν έχει πέσει σε κώμα, απλά κοιμάται, κι η αδελφή της, που δεν αντέχει πια τον πόνο του να μένει στο σπίτι και να την παρακολουθεί, κάθε νύχτα παίρνει τους δρόμους, τριγυρνώντας στις σκιές και τα εστιατόρια του Τόκιο, συντροφιά μ’ ένα χοντρό βιβλίο. Κάποια απ’ αυτές τις νύχτες θα συναντήσει κι ένα παλιό γνώριμο, που με το έτσι θέλω, αλλά χωρίς στ’ αλήθεια να το επιδιώξει θα της αλλάξει λίγο οπτική, θα την κάνει να βγει απ’ το μέσα της, να μιλήσει σε ανθρώπους άγνωστους γι’ αυτά που την τυραννάνε.
Ο συγγραφέας παίζοντας με τους χρόνους της αφήγησης, λειτουργώντας αφαιρετικά μα με διαύγεια, προσπαθεί απλά να μας πει μια ιστορία. Μια ιστορία για τους ανθρώπους που κινούνται γύρω μας, στο φως και το σκοτάδι, για τις φυλές της νύχτας και τα βάρη που κουβαλούν στην πλάτη τους. Και το κάνει φαινομενικά εύκολα, δεξιοτεχνικά αβίαστα και πολύ πειστικά. Οι ηρωίδες και ο ήρωάς του συζητούν για τα πάντα, παντού: σε πάρκα, σε μπαράκια, σε εστιατόρια και σε «ξενοδοχεία του έρωτα». Όλοι έχουν κάτι να πουν, κάτι να ακούσουν, να μάθουν και να διδάξουν: «Σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορείς να κάνεις μόνο μοναχός, και πράγματα τα οποία μπορείς να κάνεις μόνο με κάποιον άλλο. Είναι σημαντικό να συνδυάζεις αυτά τα δύο αρμονικά…», αλλά και να χρησιμοποιείς τις αναμνήσεις σου σαν αυτό που ακριβώς είναι: «Καύσιμα… για τη ζωή».
Το «Μετά το σκοτάδι» είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μπορείς να διαβάσεις ξανά και ξανά με την ίδια ήπια ευχαρίστηση. Δεν προσφέρει το απαραίτητο «ευτυχισμένο τέλος» των ευπώλητων αναγνωσμάτων της δύσης, αλλά σου χαρίζει μικρά-μικρά ψήγματα ευδαιμονίας, σε κάνει να πιστέψεις ότι το ασχημόπαπο μπορεί πράγματι κάποια μέρα να μεταμορφωθεί σε κύκνο, σε πείθει ότι το τυχαίο έχει κάποιο σημαντικό ρόλο να παίξει στη ζωή σου. Απλά απολαυστικό.

Monday, December 14, 2009

Stieg Larsson – The Girl with the Dragon Tattoo


Αγορά από το Book Depository

Αυτό είναι ένα από εκείνα τα ξεχωριστά βιβλία που δικαιώνουν τη φήμη που τα συνοδεύει. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο θρίλερ, γεμάτο δράση, αγωνία, ανατροπές, αλλά την ίδια ώρα αποτελεί κι ένα δεικτικό σχόλιο για τη σύγχρονη σουηδική κοινωνία. Ο Στιγκ Λάρσον ακροβατώντας ανάμεσα στο αμερικανικό θρίλερ και το βρετανικό μυθιστόρημα μυστηρίου δημιουργεί ένα εξαιρετικό έργο με αξιομνημόνευτους ήρωες. Ειδικά η Λισμπέθ Σαλάντερ είναι ένας τόσο περίπλοκος κι απλός, τόσο ακραίος και ακαριαίος, τόσο… φευγάτος χαρακτήρας, που μπορεί άνετα να διεκδικήσει ένα ξεχωριστό ρόλο στο πάνθεον των ηρώων του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με αδρά και κάθε άλλο παρά φωτεινά χρώματα το πρόσωπο της σουηδικής κοινωνίας του χθες και του σήμερα. Μιλά για το σκοτεινό παρελθόν της χώρας, ξύνει ναζιστικές πληγές, περιγράφει τη γυαλιστερή βιτρίνα του σήμερα, πίσω από την οποία κρύβεται πολλή βρωμιά.
Όλα αρχίζουν όταν ο δημοσιογράφος Μικαέλ Μπλόμκβιστ καταδικάζεται σε δίμηνη φυλάκιση για ένα θέμα που δημοσίευσε στο περιοδικό του, σύμφωνα με το οποίο ένας από τους μεγαλύτερους κεφαλαιοκράτες της χώρας είναι ένας απλός απατεώνας. Ο ίδιος προσωπικά δεν έχει καμία αμφιβολία για τους ισχυρισμούς του, αλλά επειδή δεν μπορεί, σαν δημοσιογράφος, να αποκαλύψει την πηγή του, αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την ποινή, την οποία θα κληθεί να υπηρετήσει σύντομα. Η καταδίκη του φυσικά έχει και παράπλευρες απώλειες, αφού εξαιτίας της το περιοδικό του οποίου προΐσταται, με τίτλο «Μιλένιουμ», χάνει την αξιοπιστία του, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να δέχεται διαφημιστικό και δυσφημιστικό πόλεμο από τις εταιρείες και τα έντυπα του αντιπάλου του. Καθώς νιώθει να παραπαίει στα όρια της απελπισίας, έρχεται να τον σώσει σαν από μηχανής θεός ένας γέρο βιομήχανος, ο Χένρικ Βάνγκερ, ο οποίος του αναθέτει για ένα αρκετά μεγάλο ποσό να συγγράψει το χρονικό της οικογένειάς του, αλλά και να λύσει ένα παλιό μυστήριο: την εξαφάνιση, και μάλλον δολοφονία, δεκαετίες πριν της αγαπημένης του ανιψιάς, Χάριετ. Την πρώτη αποστολή τη δέχεται με ευχαρίστηση, αλλά διατηρεί τις αμφιβολίες του κατά πόσο θα μπορέσει να φέρει εις πέρας τη δεύτερη, κάτι που ομολογεί στον εργοδότη του.
Ενώ συμβαίνουν όλ’ αυτά η αντικοινωνική εικοσιπεντάχρονη γυναίκα, με το παιδικό κορμί, Λισμπέθ Σαλάντερ περνάει τα δικά της ζόρια. Παιδί μιας δυσλειτουργικής και διαλυμένης τελικά οικογένειας, μεγάλωσε περιφερόμενη από το ένα σπίτι στο άλλο, αδυνατώντας να προσαρμοστεί σε μια ζωή που δεν της ταιριάζει, και υπό στενή παρακολούθηση από τις «κοινωνικές υπηρεσίες». Μοιάζει μ’ ένα από εκείνα τα εντελώς χαμένα στον κόσμο τους πλάσματα, που δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στο πλήθος και που τους είναι αδύνατον να εμπιστευτούν κανένα. Εκείνα που τελικά τη σώζουν είναι το μυαλό και τα κότσια της. Είναι μια λαμπρή ερευνήτρια, που μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμη και τις πιο -φαινομενικά- αδύνατες αποστολές, χωρίς να χύσει σταγόνα ιδρώτα. Και είναι μια νεαρή γυναίκα, που πέφτει θύμα κακοποίησης από τον κοινωνικό λειτουργό που έχει την ευθύνη της, και τον οποίο δε διστάζει να πληρώσει με το ίδιο ακριβώς νόμισμα. Η πρώτη πραγματικότητα θα την οδηγήσει στον Μπλόμκβιστ, ο οποίος θα γίνει προς μεγάλη της έκπληξη ο μοναδικός άντρας που μπορεί να εμπιστευτεί, κι η δεύτερη θα της χαρίσει ένα φανατικό εχθρό.
Οι δυο τους θα αποτελέσουν ένα μοναδικό δίδυμο, που για καιρό πολύ θα ακροβατεί πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, που θυμίζει έντονα τις οδύνες της πραγματικής ζωής: ένα σκοινί φτιαγμένο με μυστικά και ψέματα, με υπέροχους υποκριτές και αδίστακτους… δειλούς, με έντονες στιγμές αγάπης και εξάρσεις μίσους, με τα νήματα που δένουν μία κάθε άλλο παρά αγγελική οικογένεια.
Ο Λάρσον χρησιμοποιώντας μια πληθώρα χαρακτήρων και ετερόκλητων υλικών φτιάχνει ένα βιβλίο μωσαϊκό της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου η παρανομία είναι ο κανόνας, το χρήμα ο θεός, και στην οποία θέματα όπως η σεξουαλική κακοποίηση, αλλά και τα εγκλήματα μίσους, χώνονται επιμελώς κάτω από το χαλί. Γιατί γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία; Επειδή είναι κατά βάθος πολύ ανθρώπινο, και δε μοιάζει σχεδόν σε τίποτα με τα σύγχρονα, κατ’ ουσία επιφανειακά μοντέρνα θρίλερ. Με λόγια απλά: αυτό ήταν το βιβλίο που θα ονειρευόταν να γράψει κάθε μοντέρνος συγγραφέας, αλλά μόνο αυτός τα κατάφερε. Και επιμένω για τη Σαλάντερ: θα μπορούσε να πάρει μία θέση δίπλα στις πιο σημαντικές ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Monday, December 7, 2009

Michael Connelly – The Scarecrow

 
 Αγορά από το Book Depository

Οι εκδότες μερικές φορές μοιάζουν να θέλουν να «κάψουν» τα χαρτιά τους, ειδικά αυτοί που εκδίδουν αστυνομική λογοτεχνία. Πάνω που ήμουνα έτοιμος να πω: «Επιτέλους, το καλύτερο μυθιστόρημα του Μάικλ Κόνελι από την εποχή του ‘Ποιητή’», ήρθε ένα κεφάλαιο γεμάτο τεχνικούς όρους σε θέματα που αφορούν το διαδίκτυο και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μου έκοψε τη φόρα. Ένα κεφάλαιο αχρείαστο, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή το κείμενο κυλούσε με εκρηκτική επιτάχυνση. Με λόγια απλά, σ’ αυτό το εξαιρετικό κατά τα άλλα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας έπεσε στην «παγίδα των τετρακόσιων σελίδων», που απαιτούν οι εκδότες. Αν συμβιβάζονταν πού και πού με λιγότερες (που το κάνουν όταν δεν έχουν άλλη επιλογή, όπως στην περίπτωση του μετριότατου Overlook) τα πράγματα δε θα ξέφευγαν. Φυσικά αυτό δε συμβαίνει μόνο στην περίπτωση του Κόνελι, αλλά απλά αυτός είναι ο συγγραφέας που μοιάζει να «υποφέρει» περισσότερο, αφού οι άλλοι δύο αγαπημένοι μου αμερικανοί συγγραφείς θρίλερ, οι Τζέφρι Ντίβερ και Ντέιβιντ Μπαλτάτσι, μοιάζουν ικανοί ν’ αποφεύγουν τον σκόπελο.
Όπως και νάχει, σ’ αυτό το βιβλίο συναντούμε ξανά μετά από πολλά χρόνια, τους πρωταγωνιστές από τον «Ποιητή»: τον δημοσιογράφο Τζακ ΜακΕβόι και την πράκτορα του FBI Ρέιτσελ Γουόλινγκ. Ο ΜακΕβόι, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει μια επιτυχημένη καριέρα στους Λος Άντζελες Τάιμς, σαν αστυνομικού ρεπόρτερ, στα πλαίσια των περικοπών που κάνει η εφημερίδα, και ν’ αφοσιωθεί στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που άφησε στη μέση, ενώ η Γουόλινγκ, μετά την υποχρεωτική «εξορία» της σε μια μικρή πόλη των ΗΠΑ, τιμωρία γι’ αυτά που συνέβησαν στην ιστορία του «Ποιητή», μοιάζει να έχει βρει και πάλι τα πατήματά της και να επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο της πανίσχυρης διωκτικής υπηρεσίας. Ωστόσο, μια νέα υπόθεση θα φέρει και πάλι τους δύο συντρόφους κοντά, ανατρέποντας τα πάντα στις ζωές και τις καριέρες τους.
Ο Κόνελι ξαναφέρνοντας -κατά κάποιο τρόπο- στη ζωή δύο από τους καλύτερα σκιαγραφημένους χαρακτήρες του επιχειρεί, με επιτυχημένο ομολογουμένως τρόπο, να μας μιλήσει για τις νέες μορφές του εγκλήματος, αλλά και για κάποιες παραδοσιακές, όπου όλα είναι στο φως, μα κανείς δεν τα βλέπει. Οι ΜακΕβόι και Γουόλινγκ, που μετά τα πρώτα κεφάλαια, μοιάζουν να έχουν πάρει και πάλι την κάτω βόλτα, είναι ένα συναρπαστικό δίδυμο, που όταν ενώνει τις δυνάμεις του μοιάζει ικανό ν’ αντιμετωπίσει το καθετί. Και είναι φανερό σ’ αυτή την ιστορία ότι μοναχά μαζί θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα, καθώς θα έρθουν αντιμέτωποι με ένα ιδιοφυή εγκληματία, που μπορεί με μοναδικό όπλο το πληκτρολόγιο του υπολογιστή του να τους κάνει τη ζωή μαρτύριο, αλλά και με τη βοήθεια ενός ομοϊδεάτη του, να επιτελέσει τα πιο οικτρά εγκλήματα.
Ο αναγνώστης, αν και γνωρίζει από την αρχή ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλ’ αυτά, απολαμβάνει, μ’ εξαίρεση το κεφάλαιο της τεχνολογίας που το βιβλίο κάνει κοιλιά, την κάθε στιγμή, παρακολουθώντας αυτό το παιχνίδι της γάτας με τα ποντίκια που παίζει ο κυνηγημένος με τους διώκτες του, αλλά ταυτόχρονα μαθαίνει και κάποια πράγματα για το «μαγικό» κόσμο των μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, για τις διαπλοκές στους διαδρόμους της εξουσίας, για το χρήμα που ακυρώνει τα πάντα, πετώντας στα σκουπίδια ανθρώπους που αγωνίστηκαν μια ζωή για να κάνουν τα αφεντικά τους μάγκες, για το «σύστημα υγείας», που αφήνει τους περισσότερους ακάλυπτους. Και για πρώτη φορά εδώ βλέπει τον Κόνελι να κάνει ένα σχόλιο για το Γκουαντάναμο Εξπρές, όπως αποκαλεί τα κινητά κέντρα ανάκρισης του FBI, δίνοντας μια πολιτική χρεία στο κείμενό του.
Η πλοκή εξαιρετική, ο ρυθμός καταιγιστικός, οι χαρακτήρες δουλεμένοι ψιλοβελονιά. Ο συγγραφέας σε μια από τις καλύτερές του στιγμές, οι εκδότες ή αν προτιμάτε οι επιμελητές, σε μια από τις χειρότερες. Όπως και νάχει, αξίζει τον κόπο.
Το νέο μυθιστόρημα του Κόνελι είναι το 9 Dragons, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο γνωστός ντετέκτιβ Χάρι Μπος, και κυκλοφόρησε ήδη. Σ’ αυτό τον βλέπουμε να ταξιδεύει μέχρι και το Χονγκ Κονγκ, πολύ μακριά δηλαδή από το αγαπημένο του Λος Άντζελες, του οποίου αποτελεί τον κατ’ εξοχήν συγγραφέα. Παρουσίαση, όχι στο πολύ μακρινό μέλλον.

Wednesday, December 2, 2009

Ian Rankin – Beggars Banquet

 
Αγορά από το Book Depository

Ο Ίαν Ράνκιν, ο γνωστός δημιουργός του επιθεωρητή Ρέμπους, δεν είναι τόσο καλός διηγηματογράφος όσο μυθιστοριογράφος, αλλά έχει τις καλές στιγμές του.
Το Beggars Banquet είναι μια συλλογή με είκοσι και πλέον διηγήματα, που γράφτηκαν μέσα σε οκτώ ή μάλλον εννιά χρόνια, από το 1992 έως και το 2000, και είναι δύσκολο να πει κανείς ποιο απ’ αυτά είναι το καλύτερο. Ίσως και να είναι θέμα γούστου τελικά.
Εγώ ξεχώρισα το The Hanged Man όπου ένας πληρωμένος δολοφόνος αναλαμβάνει να σκοτώσει μια γυναίκα που δουλεύει σαν «μάντισσα» σε ένα τσίρκο, η οποία στο τέλος όχι μόνο τον αποτρέπει, αλλά του ανοίγει και τα μάτια σε κάποια σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν. Εξαιρετικό είναι και το Castle Dangerous όπου ένα υψηλό πρόσωπο της κοινωνίας του Εδιμβούργου με το όνομα σερ Γουώλτερ Σκοτ, βρίσκεται νεκρός στην κορυφή του μνημείου του σερ… Γουώλτερ Σκοτ, και ο Ρέμπους καλείται να δώσει τη λύση στο γρίφο. Απολαυστικό το In the Frame όπου κάποιος προσπαθεί να εκβιάσει ένα εφοριακό, για το αμάρτημα κάποιου άλλου άνθρωπου, που απλά έτυχε να έχουν το ίδιο περίπου όνομα. Ανατρεπτικό το The Confession όπου ένας μυθομανής νεαρός πηγαίνει στην αστυνομία και ομολογεί ένα έγκλημα, που στο τέλος αποδεικνύεται ότι δεν διέπραξε ποτέ. Το Death is Not the End, με το οποίο κλείνει η συλλογή, είναι αυτό που ομοιάζει περισσότερο με τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ράνκιν, ίσως λόγω και της έκτασής του. Εδώ έχουμε δύο διαφορετικές υποθέσεις τις οποίες καλείται να διερευνήσει ο Ρέμπους: την εξαφάνιση του γιου κάποιων παλιών του φίλων και τις παράνομες δραστηριότητες ενός ιδιοκτήτη καζίνο, που ακούει στο όνομα Τόπερ Χάμιλτον. Ως συνήθως ο αγαπημένος ήρωας του Ράνκιν θα παίξει μαεστρικά τα χαρτιά του, θα περάσει ζόρια και θα πιει τα ποτά, αλλά στο τέλος θα κερδίσει το παιχνίδι.
Αλλά, ας ρίξουμε μια ματιά και στις υπόλοιπες ιστορίες:
The Trap: Ο Ρέμπους καλείται να διερευνήσει το θάνατο ενός άρρωστου γέροντα, που σύμφωνα με τη γυναίκα του έπεσε από τα σκαλιά.
Someone Got to Eddie: Κάποιος σκοτώνει έναν άντρα στο ίδιο του το σπίτι και μετά επιστρέφει σαν… αστυνομικός για να διερευνήσει την υπόθεση.
A Deep Hole: Γνωστός τοκογλύφος προσεγγίζει κάποιον που δουλεύει στα Δημόσια Έργα, και ο οποίος του χρωστά χρήματα, ζητώντας του να ξεφορτώνεται διάφορα πτώματα, ρίχνοντάς τα στις τρύπες που ανοίγει.
Natural Selection: Ένας εγκληματίας που καταδικάζεται σε φυλάκιση έξι χρόνων προσλαμβάνει κάποιο «συνάδελφό» του για ν’ ανακαλύψει ποιος τον κάρφωσε.
Facing the Music: Ένας πιτσιρικάς κλέβει ένα μικρής αξίας στερεοφωνικό από ένα μαγαζί, γεγονός που ο ιδιοκτήτης του καταγγέλλει στην αστυνομία. Εκείνο που δεν γνωρίζει είναι ότι πίσω από την κλοπή κρύβεται ο Ρέμπους, ο οποίος τον υποψιάζεται για κάποιες μεγάλες κομπίνες.
Principles of Accounts: Κάποιος απαγάγει την κόρη μιας πλούσιας οικογένειας απαιτώντας λύτρα. Όταν εκείνη απελευθερώνεται δίνει στην αστυνομία μια περιγραφή του απαγωγέα, που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, και όλοι αναρωτιούνται το γιατί. Ξέροντας ότι θα «χτυπήσει» ξανά του στήνουν παγίδα, αλλά εκείνος και πάλι τους ξεφεύγει.
The Only True Comedian: Ένας νεαρός αποτυγχάνει ξεπίτηδες στο σχολείο, αφού δεν θέλει να δείξει στους άλλους πόσο έξυπνος είναι. Στο τέλος καταλήγει κωμικός και μέλος μιας συμμορίας. Ωστόσο ένα γύρισμα της τύχης τον μετατρέπει σε φυγά. Ο γκάγκστερ που τον κυνηγά τελικά τον προσλαμβάνει για να δουλέψει σε κάποιο από τα μαγαζιά του αφού, όπως και να το κάνουμε, «ο φόβος είναι ο μόνος αληθινός κωμικός»!
Herbert in Motion: Κάποιοι φτιάχνουν πιστά αντίγραφα των πινάκων κάποιου διάσημου ζωγράφου, με τα οποία αντικαθιστούν τα πρωτότυπα στη συλλογή της τοπικής πινακοθήκης.
Glimmer: Ένα κείμενο γραμμένο στο δεύτερο πρόσωπο, που μοιάζει σαν τριπάκι. Αναφέρεται στην «αμαρτωλή» δεκαετία του εξήντα, τα ναρκωτικά, τους Ρόλινγκ Στόουνς, τους Αγγέλους της Κόλασης, και σ’ ένα συγγραφέα, μάστορα του μαύρου χιούμορ.
Unlucky in Love, Unlucky at Cards: Η ιστορία ενός άντρα που δε χάνει μόνο στην αγάπη, αλλά και στα χαρτιά, ή μάλλον στο καζίνο, για να καταλήξει στο τέλος κατηγορούμενος για ένα φόνο που ποτέ δεν διέπραξε.
Video, Nasty: Ένας καθηγητής συνηθίζει να κάθεται μια φορά τη βδομάδα με τους φίλους του και να παρακολουθεί κάποια ταινία πορνό. Όλα πηγαίνουν μια χαρά, μέχρι που γνωρίζουν από κοντά το «κορίτσι του εξωφύλλου» μιας απ’ αυτές τις ταινίες, και οι ανατροπές αρχίζουν να ακολουθούν η μια την άλλη.
Talk Show: Αυτά συμβαίνουν κι αλλού! Διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού ανεβάζει τη δημοτικότητα των εκπομπών του με στημένα τηλεφωνήματα.
The Wider Scheme: Δικηγόρος σκοτώνει την ερωμένη του και προσπαθεί να φορτώσει το φόνο σ’ ένα μικροεγκληματία. Στο τέλος του τη «φέρνει» η αστυνομία.
Unknown Pleasures: Είναι η παραμονή της χιλιετηρίδας όταν κάποιοι έμποροι ναρκωτικών αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους.
Window of Opportunity: Ένας ειδικός στις αποδράσεις βοηθά τον Ρέμπους να συλλάβει ένα εγκληματία και ύστερα… δραπετεύει!
The Serpent’s Back: Η ιστορία διαδραματίζεται στα 1793-94, όταν κάποιος νεαρός καταφθάνει στο Εδιμβούργο για να σπουδάσει ιατρική. Ζητά τη βοήθεια του Κάλλι, του άνθρωπου για όλες τις δουλειές, μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Το μόνο που ο τελευταίος βρίσκεται από τη μια στιγμή στην άλλη μπλεγμένος σε μια σκοτεινή υπόθεση, που θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο.
No Sanity Clause: Ο Τζόι βγαίνει από τη φυλακή, αλλά βρίσκει τη ζωή έξω από αυτή πολύ δύσκολη. Έτσι αποφασίζει να μεταμφιεστεί Άγιος Βασίλης και να πάει να κλέψει τους καλεσμένους στο πάρτι ενός βουλευτή, τον οποίο έχει προσωπικούς λόγους να αντιπαθεί.

Thursday, November 26, 2009

Kathy Reichs – break no bones

 
 Αγορά από το Book Depository

Είμαι της άποψης ότι αν η Κάθι Ράις πάψει να επιμένει τόσο πολύ στις συμπτώσεις θα γίνει πολύ καλύτερη συγγραφέας. Όχι πώς δεν μου άρεσε αυτό το βιβλίο, κάθε άλλο, αλλά να, κάπου το παρακάνει με τα τυχαία γεγονότα σ’ αυτό.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ένας συνάδελφος της αγαπημένης ηρωίδας της Ράις -της Τεμπ Μπρέναν- δεν μπορεί, λόγω εκτάκτων υποχρεώσεων, να παραστεί σε κάποια ανασκαφή και της ζητά να την αναλάβει εκείνη. Ευτυχώς εκείνες τις μέρες δεν έχει και πολλή δουλειά και έτσι δεν αρνείται την παράκληση-πρόσκλησή του. Ταξιδεύει λοιπόν από το Μοντρεάλ, όπου ζει και εργάζεται, σε ένα τουριστικό θέρετρο στις ΗΠΑ, όπου πάλι από ένα γύρισμα της τύχης ανακαλύπτει ένα σκελετό στο χώρο της ανασκαφής, που κάθε άλλο παρά αρχαίος είναι. Εντελώς τυχαία η ιατροδικαστής της περιοχής είναι μια παλιά της φίλη που είναι πολύ άρρωστη και έτσι δεν διστάζει να την αφήσει να αναλάβει τις υποθέσεις της. Α, ξέχασα να σας πω ότι και πάλι από σύμπτωση κάποια άλλη φίλη της έχει μια άδεια σπιταρόνα κάπου εκεί κοντά, η οποία τώρα την φιλοξενεί. Οι συμπτώσεις όμως δεν τελειώνουν εδώ, αφού εκεί καταφθάνει και ο δικηγόρος και εν διαστάσει σύζυγος της Τεμπ, που διερευνά την εξαφάνιση μιας νέας γυναίκας, αλλά θέλει επίσης να εξετάσει τα οικονομικά μια κλινικής για τους απόρους. Η Τεμπ δεν έχει εντελώς ξεπεράσει το χωρισμό τους και σε μια στιγμή αδυναμίας τον αφήνει να την αγκαλιάσει. Κι αυτό συμβαίνει στη βεράντα του σπιτιού τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζεται από το πουθενά ο νυν αγαπητικός της, που μετά από ένα καυγά με την κόρη του μπαίνει στο αυτοκίνητο και οδηγεί δίχως ανάσα από το Μοντρεάλ του Καναδά στην Καρολίνα των ΗΠΑ για να τη συναντήσει. Και κάπου εδώ τελειώνουν οι συμπτώσεις!
Αν εξαιρέσει κανείς το υπερβολικό των συμπτώσεων έχουμε στα χέρια μας ένα καλογραμμένο θρίλερ, με αρκετές ανατροπές, λίγες δόσεις αλτρουισμού και πολλές μελαγχολίας, αρκετή δράση και μερικά συναισθηματικά μπερδέματα. Η Τεμπ Μπρέναν είναι ένας πειστικός και καλά σκιαγραφημένος χαρακτήρας, που μοιάζει παθιασμένος με τη δουλειά του και την απόδοση δικαιοσύνης. Γύρω της, σ’ αυτή την ιστορία βλέπουμε να παρελαύνουν μια σειρά από άλλους ζωντανούς ή και άχρωμους ήρωες, που με την παρουσία τους προσθέτουν μικρές ανάλαφρες ή και πολύ σκληρές πινελιές στην πλοκή: ο σερίφης της περιοχής, του οποίου κανείς δεν μπορεί να διαβάσει το πρόσωπο, η ετοιμοθάνατη ιατροδικαστής Έμα, οι ύποπτοι που αλλάζουν συνεχώς ρόλους, ο αδίστακτος εργολάβος, ο οποίος όμως κατά βάθος είναι άκακος και τέλος οι δύο άντρες στη ζωή της, ο Πιτ και ο Ράιαν, που στην αρχή συμπεριφέρονται σαν δύο εχθροί που περιφέρονται με ακονισμένα τα νύχια γύρω από την κοινή τους λεία, εκείνη, μα που στη συνέχεια μοιάζουν να αποδέχονται σχεδόν με ικανοποίηση ο ένας την παρουσία του άλλου.
Η Ράις με αφορμή το μύθο της καταπιάνεται με το θέμα της απληστίας και το που μπορεί να οδηγήσει αυτή τον άνθρωπο, ενώ ξώφαλτσα ασχολείται και με την υπόθεση των αμέτρητων «εκκλησιών» που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλα τα πλάτη και τα μήκη των Ηνωμένων Πολιτειών, παρασύροντας πολλούς στην αυτοκαταστροφή.
Δεν θα σας αποκαλύψω κάτι άλλο από την υπόθεση, πέρα από το ότι η ανακάλυψη εκείνου του πτώματος θα φέρει την ηρωίδα πρόσωπο με πρόσωπο με την πιο αισχρή όψη του εγκλήματος και θα την οδηγήσει σχεδόν στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης.
Ευανάγνωστο, με πολλές κορυφώσεις, αλλά όχι καλύτερο από το Cross Bones.

Monday, November 23, 2009

Patricia Cornwell – At Risk


 
Αγορά από το Book Depository

Περισσότερο νουβέλα παρά μυθιστόρημα θυμίζει αυτό το βιβλίο, που μάλλον είναι το χειρότερο απ’ αυτά της συγγραφέως που έχω διαβάσει. Κι αυτό επειδή είναι γεμάτο στερεότυπα, ενώ οι εκπλήξεις -εκτός από δυσάρεστες- κάθε άλλο παρά εκπλήξεις είναι. Είναι τραγικό όταν βλέπεις καταξιωμένους συγγραφείς να βγάζουν βιβλία «αρπαχτές». Το έκανε ο Μάικλ Κόνελι με το “Outlook”, το έκανε κι η Πατρίσια Κόρνγουελ με το “At Risk”.
Όλα αρχίζουν με την ανάκληση στη βάση του στη Μασαχουσέτη ενός ντετέκτιβ, που παρακολουθεί κάποια μαθήματα Εγκληματολογίας στην Εθνική Ακαδημία του Τεννεσί. Η άμεση προϊστάμενή του, μια ελκυστική αλλά πολύ σκληρή εισαγγελέας, του αναθέτει να λύσει μια υπόθεση δολοφονίας που συνέβηκε πριν είκοσι χρόνια, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες. Αν όλα πάνε καλά, τότε θα αυξηθούν οι πιθανότητες της ανάδειξής της στη θέση της Κυβερνήτη της πολιτείας.
Ο Γουίν (Νίκη, αυτό κι αν είναι στερεότυπο), όπως λέγεται ο ντετέκτιβ, αναλαμβάνει λίγο διστακτικά την υπόθεση, αφού τον βρίσκει στο τέλος σχεδόν των μαθημάτων στην Ακαδημία, λίγο πριν τις εξετάσεις και πάρει την αξιολόγησή του. Δεν μπορεί να καταλάβει ποιος είν’ ο λόγος που έπρεπε ντε και καλά να ανοίξει εσπευσμένα αυτή η παλιά υπόθεση. Ωστόσο, από τη στιγμή που του ανατέθηκε είναι αποφασισμένος να τη λύσει.
Ως συνήθως, τα μυστικά και ψέματα είναι ο κανόνας και τίποτα δεν είναι όπως μοιάζει, αλλά κάποιο ρόλο στην όλη υπόθεση παίζει και η πολιτική. Η Κόρνγουελ προσπαθεί ανεπιτυχώς να αναδείξει τη διαφθορά και τις φιλοδοξίες που επικρατούν στα «πάνω ράφια» του αστυνομικού σώματος, καταφέρνοντας τελικά να δημιουργήσει μια σειρά από ήρωες-καρικατούρες: η σέξι πλην αδίστακτη εισαγγελέας, ο μέντορας βρώμικος μπάτσος, ο ανεπρόκοπος γιος, και ο καλός ντετέκτιβ, που δε μοιάζει να διαθέτει κανένα απολύτως ψεγάδι – σαν καινούριος φούρνος μικροκυμάτων είναι.
Όπως και νάχει, στο τέλος φυσικά όλα θα πάνε καλά, οι κακοί θα μπουν στη θέση τους, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μόνο ο αναγνώστης μένει με την απορία: υπήρχε λόγος να γραφτεί αυτό το βιβλίο; Σαν φίλος της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας θα έλεγα, Όχι!

Monday, November 16, 2009

Patricia Cornwell – The Last Precinct

 
 Αγορά από το Book Depository

Κυνηγοί και κυνηγημένοι αλλάζουν ρόλους σ’ αυτό το καλογραμμένο θρίλερ της Πατρίσια Κόρνγουελ. Αν και παλιό διαβάζεται γρήγορα, όπως όλα τα καθώς πρέπει αστυνομικά, και καταφέρνει να κρατήσει την αγωνία ζωντανή από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Όλα αρχίζουν με τη σύλληψη ενός γάλλου κατά συρροή δολοφόνου, που του αρέσει να αποκαλεί τον εαυτό του «Λυκάνθρωπο». Στην ουσία πρόκειται για ένα άτομο που γεννήθηκε με γενετικές δυσμορφίες και το οποίο είναι καταδικασμένο να ζει στις σκιές, αφού κανείς δεν αντέχει στη θέα του. Το εγκληματικό του έργο το αρχίζει στο Παρίσι και το συνεχίζει στις ΗΠΑ, σε μια -θα έλεγε κανείς- καλά οργανωμένη αποστολή, αφού το επιλεγμένο θύμα του είναι η ιατροδικαστής Κέι Σκαρπέτα, από τα χέρια της οποίας πέρασαν μετά θάνατο κάποια από τα θύματά του. Το μόνο που η τελευταία δε θα αποτελέσει εύκολη λεία, καθώς δε θα καταφέρει μόνο να γλιτώσει από σίγουρο θάνατο, αλλά θα τον τραυματίσει κιόλας, οδηγώντας στη σύλληψή του. Τι απομένει να γίνει λοιπόν; Μα όλα! Κι αυτό επειδή τα στοιχεία που προκύπτουν από τους χώρους των εγκλημάτων και τις νεκροψίες είναι πολλές φορές συγκρουόμενα, κάτι που αναδεικνύει και η μαρτυρία ενός ακόμη παραλίγο θύματος.
Η Σκαρπέτα αρχικά νιώθει ανακούφιση που επέζησε από βέβαιο θάνατο -αν και τραυματισμένη στο ένα χέρι- αλλά σύντομα θ’ ανακαλύψει ότι τα προβλήματά της τώρα ακριβώς αρχίζουν, καθώς από τη μια στιγμή στην άλλη θα βρεθεί ύποπτη για τη δολοφονία μιας ανερχόμενης και αδίστακτης γυναίκας, μέλους του αστυνομικού σώματος, ονόματι Ντάιαν Μπρέι – με την οποία ήταν σε διαρκή διαμάχη, αφού η τελευταία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να υποβαθμίσει το έργο της και να της ροκανίσει την καρέκλα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που λογομάχησαν, αλλά όσο και να το ήθελε, η Σκαρπέτα δεν μπόρεσε ποτέ να τη μισήσει, αφού: «Το μίσος είναι ένα έγκλημα του πνεύματος, που οδηγεί σε εγκλήματα του σώματος».
Ευρισκόμενη για πρώτη φορά κάτω από το μικροσκόπιο των αρχών, αλλά και μιας καλής της φίλης, η πρωταγωνίστρια βρίσκει το χρόνο να σκεφτεί για πρώτη φορά τους δρόμους που ακολούθησε στη ζωή, τα σωστά και τα λάθη της, τα γεγονότα που την οδήγησαν μέχρι εκεί. Και για πρώτη φορά μοιάζει να τα έχει χαμένα, αφού πέρα από τη δυναμική της ανιψιά Λούσι και τον μονόχνοτο ντετέκτιβ Μαρίνο, που στιγμή δεν αμφιβάλλουν για κείνην, δεν ξέρει πια ποιον να εμπιστευτεί. Για καμπόσες μέρες μοιάζει να μετακινείται από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, από τον ένα εφιάλτη στον επόμενο. Μέχρι να δοθεί η τελική λύση στο δράμα, εκείνη που προέβλεψε ο πότης και προκλητικός Μαρίνο, η ζωή θ’ αρχίσει ν’ αποκτά νέο νόημα για την Σκαρπέτα.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω εκείνο που ανέφερα στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της Κάθι Ράις: εκείνοι που συγκρίνουν τις δυο τους και λένε ότι η Ράις είναι καλύτερη, κάνουν λάθος. Η Ράις γράφει κινηματογραφικά, προσπαθώντας συνεχώς να κερδίζει τις εντυπώσεις, ενώ η Κόρνγουελ πολύ πιο λογοτεχνικά. Η τελευταία είναι της αγγλικής σχολής, η πρώτη του χόλιγουντ.

Saturday, November 7, 2009

Benjamin Black – Christine Falls

 
Αγορά από το Book Depository

Το Μπέντζαμιν Μπλακ είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του γνωστού συγγραφέα της «Θάλασσας» Τζον Μπάνβιλ, έτσι όποιος πάρει αυτό το βιβλίο στο χέρι του περιμένοντας να διαβάσει ένα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα ζήτω που κάηκε. Το μυστήριο δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο εδώ, αλλά η αφορμή για ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, στην ιστορία και στα μύρια προβλήματα που κληροδότησαν στην Ιρλανδία το στέμμα, η καθολική εκκλησία και οι κάθε λογής ευεργέτες.
Τα γεγονότα διαδραματίζονται στο Δουβλίνο και τη Βοστώνη στη δεκαετία του πενήντα και στο επίκεντρό τους βρίσκεται ο ιατροδικαστής Κουίρκ, ένας αλκοολικός άντρας που γνώρισε πολλές και μεγάλες πτώσεις στη ζωή του, κάποιος που μοιάζει παρατημένος απ’ τη ζωή. Μέχρι που η τύχη, ή ίσως και η ατυχία, στέλνει στο δρόμο του το πτώμα της Κριστίν Φολς. Ο θάνατος της νεαρής γυναίκας ξυπνά μέσα του την περιέργεια και αρχίζει βήμα το βήμα ν’ ακολουθεί τα πρόσφατα αχνάρια της στο χρόνο για ν’ ανακαλύψει ποια είναι. Τα πράγματα ωστόσο θα αποδειχτούν πιο πολύπλοκα απ’ ό,τι αρχικά περίμενε και τα αποτελέσματα της έρευνάς του θα επηρεάσουν άμεσα και τη δική του, έτσι κι αλλιώς παραπαίουσα ζωή, ξυπνώντας φαντάσματα από το παρελθόν.
Ο Μπλακ, με αφορμή ένα περιστατικό που ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια, αποφασίζει να ρίξει μια διεισδυτική ματιά στην αμαρτωλή ιστορία της χώρας του, ξύνοντας πληγές και εισβάλλοντας κάτω από το πέπλο της σιωπής, που επέβαλαν η καθολική εκκλησία και η κοινωνία της εποχής. Ο ήρωάς του, δεν είναι παρά ένας δειλός κατά βάθος ανθρωπάκος, που επέλεξε από μόνος του να ζει στις σκιές, ο οποίος όμως σιγά σιγά παίρνει να μεταμορφώνεται, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος που του αναλογεί στο δράμα που ξετυλίγεται μπρος στα μάτια του κάθε άλλο παρά ασήμαντος είναι. Παλεύοντας με τις μνήμες και τους δαίμονές του φτάνει στο τέλος τέλος ν’ αποτελεί το μοναδικό φόρο τιμιότητας σ’ ένα άτιμο και γεμάτο υποκρισία κόσμο.
Γύρω από τον Κουίρκ περιστρέφεται ένας θίασος χαρακτήρων, που μοιάζει να ζει αρμονικά μέσα στον ψεύτικο κόσμο του. Ο ετεροθαλής αδελφός του, που μοιάζει γεννημένος ψεύτης, και η γυναίκα του, με την οποία ήτανε κι ο ίδιος κάποτε ερωτευμένος, για να παντρευτεί όμως τελικά τη νεκρή πια αδελφή της, ο δικαστής, ένας άτεγκτος δήθεν και με στρογγυλή λογική χαρακτήρας, που κρύβει πολλά μυστικά, και η Φοίβη, η ανιψιά του που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει από τα πλοκάμια της καταπιεστικής της οικογένειας. Όλοι αυτοί και κάποιοι δευτερεύοντες πρωταγωνιστές φτιάχνουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, μικρογραφία της κοινωνίας, όπου τίποτα δεν είναι όπως μοιάζει.
Ο συγγραφέας με όπλα την αφήγηση και τη γλώσσα μοιάζει να προκαλεί τον ήρωά του να λύσει ένα γρίφο, το πιο σημαντικό κομμάτι του οποίου αποτελεί εκείνος ο ίδιος. Καλογραμμένο και απολαυστικά λογοτεχνικό.

Tuesday, November 3, 2009

Dashiell Hammett – The Dain Curse

 
 Αγορά από το Book Depository

Πρωταγωνιστής στην «Κατάρα των Ντέιν» είναι ο γνωστός ανώνυμος ιδιωτικός ντετέκτιβ που πρωτογνωρίσαμε στον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ. Αυτή τη φορά καλείται να διερευνήσει μια υπόθεση κλοπής ακατέργαστων διαμαντιών, για λογαριασμό μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Ως συνήθως όμως, τα πράγματα θα αποδειχτούν πολύ πιο περίπλοκα απ’ ό,τι αρχικά δείχνουν, αφού το θύμα της κλοπής έχει πολλά σκοτεινά μυστικά, όπως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι που τον περιτριγυρίζουν.
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο Χάμετ δε χαρίζεται σε κανένα. Όλοι οι ήρωές του είναι ψεύτες και υποκριτές, σκέφτονται μόνο το προσωπικό τους συμφέρον και προσπαθούν να επιβάλουν τα θέλω τους εκμεταλλευόμενα τις αδυναμίες των άλλων. Έτσι δε διστάζουν να σκοτώσουν, να κλέψουν, να εκβιάσουν και να ρίξουν όλο το φταίξιμο σε μια φαινομενικά αθώα ύπαρξη που μοιάζει να παραπαίει κινούμενη στους δρόμους των ναρκωτικών. Ο συγγραφέας περιγράφει μια κοινωνία σάπια ως το κόκκαλο, όπου τίποτα δεν είναι όπως δείχνει, όπου η εμπιστοσύνη και η τιμιότητα αποτελούν είδη πολυτελείας, και όπου ο νόμος της ζούγκλας αναδεικνύεται σε παιδική χαρά.
Καθώς παρακολουθούμε την αστραπιαία πορεία του ντετέκτιβ από πόλη σε πόλη, από φονικό σε φονικό, ερχόμαστε σε επαφή με το σκοτεινό πρόσωπο της Αμερικής. Εκείνο όπου επικρατούν οι προκαταλήψεις, τις οποίες διάφοροι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται. Εκείνο όπου το χρήμα είναι ο θεός και το προσωπικό συμφέρον είναι το μόνο που μετρά.
Στην περσόνα της Γκαμπριέλ, της ναρκομανούς που μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν μπορεί στα σίγουρα ν’ αποφασίσει κανείς αν είναι θύτης ή θύμα, συναντάμε ένα από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι η μοίρα της φέρθηκε σκληρά, αλλά και στο γεγονός ότι ολόκληρη η ύπαρξή της μοιάζει να μας φωνάζει τι στ’ αλήθεια εννοεί κανείς όταν λέει τη λέξη «τραγικό». Πρόκειται για μια εύθραυστη, κεντημένη λες με ψιλοβελονιές, μορφή που ούτε και για μια στιγμή στη ζωή της δεν ένιωσε την έννοια της λέξης ευτυχία. Δε μοιάζει τόσο με γυναίκα όσο με κατασκευή, κάτι σαν ρομπότ, ένα πειθήνιο και άβουλο πλάσμα, πειθήνιο όργανο στα χέρια κάποιων ανθρώπων που δεν έχουν καμία αναστολή. Καθώς ακολουθούμε την πορεία της από πτώση σε πτώση, και μαθαίνουμε τι κρύβεται πίσω από τα επαναλαμβανόμενα λάθη και τις εμμονές της, αντιλαμβανόμαστε πόσο «συγκαιρινή» μας μοιάζει. Ο Χάμετ μέσα από τον αδρά διαμορφωμένο χαρακτήρα της κάνει μια πρώιμη, για την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο, βουτιά στα βαθιά νερά της ψυχανάλυσης, και ίσως αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που απογειώνει το μύθο του.
Ένα καλογραμμένο χάρντκορ αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται γρήγορα αλλά, λόγω θέματος, όχι και τόσο ευχάριστα.

Sunday, November 1, 2009

Laura Lippman – Baltimore Blues

 
Αγορά από το Book Depository

Τη Λώρα Λίππμαν την ανακάλυψα τυχαία. Δεν είχα καν ακούσει το όνομά της, προτού πάρω στα χέρια μου το πρώτο της αυτό βιβλίο, ένα καλοστημένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται, όπως θα περίμενε κανείς, στη Βαλτιμόρη.
Είναι η ιστορία της Τες και του φίλου της του Ροκ. Η πρώτη έχει μείνει πρόσφατα άνεργη, μετά το κλείσιμο της εφημερίδας όπου δούλευε, ενώ ο δεύτερος απασχολείται σαν ερευνητής στο νοσοκομείο της πόλης. Η δράση παίρνει μπρος όταν ο Ροκ ζητάει από την Τες να αρχίσει να παρακολουθεί, έναντι αμοιβής, την αρραβωνιαστικιά του, που τώρα τελευταία μοιάζει να τον αποφεύγει, αλλά και να του κρύβει κάποια μυστικά.
Η Τες δέχεται τη δουλειά με ευχαρίστηση, αφού παρά το ότι κάνει δύο δουλειές μερικής απασχόλησης, δε βγάζει αρκετά για να τα φέρνει βόλτα, ενώ δε συμπαθεί και τη Άβα, το αντικείμενο της έρευνάς της, και κάπου μέσα της κρυφά ελπίζει ότι οι αποκαλύψεις της θα την οδηγήσουν μακριά από τον αγαπημένο της φίλο. Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι τόσο απλά όσο μοιάζουν στην αρχή, αφού η αλήθεια με το ψέμα συνεχώς συγχέονται, τα μυστικά δε λέγονται, και όλοι μοιάζουν να έχουν κάτι να κρύψουν. Η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς όταν ο Ροκ συλλαμβάνεται για τη δολοφονία ενός δικηγόρου, ο οποίος σύμφωνα με τις πληροφορίες της Τες διατηρούσε σχέσεις με την Άβα.
Η κοπέλα δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο φίλος της είναι δολοφόνος, έτσι με τη βοήθεια ενός ιδιόρρυθμου και οξύθυμου δικηγόρου, αποφασίζει να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αποδείξει την αθωότητά του. Στο δρόμο της θα συναντήσει πολλά εμπόδια, αλλά δε θα τα βάλει στιγμή κάτω, αφού στο τέλος της ημέρας ξέρει ότι η κατάληξη εκείνη της απλής παρακολούθησης ήταν το αποτέλεσμα των ενεργειών της.
Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι περιπλεγμένα μόνο στην προσωρινή δουλειά της, αλλά και στην προσωπική της ζωή, μια ζωή που θεωρεί ότι δεν έχει ουσία. Από τότε που βγήκε από τον κόσμο της δημοσιογραφίας μοιάζει να έχει χάσει κάθε θέληση για δημιουργία, κι ας ξέρει βαθιά μέσα της ότι είναι πολύ καλή ρεπόρτερ. Έτσι, μη ξέροντας τι να κάνει, απλά ανακυκλώνει τα αδιέξοδά της: διατηρεί μια καθαρά σωματική σχέση με τον πρώην φίλο της-και νυν αρραβωνιασμένο με κάποια άγνωστη γυναίκα- που θεωρείται ένα ανερχόμενο αστέρι της δημοσιογραφίας, μένει με τη θεία της, μετρά τα λεφτά που έχει δεκάρα τη δεκάρα για να εξασφαλίσει το γεύμα της ημέρας. Α, και έχει μια μοναδική ικανότητα να δημιουργεί εχθρούς.
Αυτό το βιβλίο μοιάζει να είναι γραμμένο αποκλειστικά για την πόλη της, με ό,τι περιλαμβάνει αυτή: υψηλή εγκληματικότητα, εγκατάλειψη, φτώχεια, φυλετικούς διαχωρισμούς. Η συγγραφέας περιγράφει πρόσωπα και πράγματα που μοιάζει να γνωρίζει από πρώτο χέρι γι’ αυτό και στο τέλος της ημέρας πείθει με την αφήγησή της. Μια αφήγηση όμως η οποία πού και πού μοιάζει να στάζει μελαγχολία. Με εξαίρεση δυο-τρεις χαρακτήρες όλοι οι υπόλοιποι μοιάζουν να είναι βαθιά λυπημένοι, να μην είναι ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, να σκέφτονται ότι όλα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς, αλλά να μην κάνουν και κάτι για να τα αλλάξουν (κάπου αναφέρεται σε κάποιους που διαδηλώνουν έξω από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο για μια ώρα και μετά μπαίνουν μέσα για να ψωνίσουν!).
Όπως αντιλαμβάνομαι από τα γραφόμενα στο οπισθόφυλλο και στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αυτή είναι απλά η πρώτη περιπέτεια της Τες, και η αλήθεια είναι ότι δε θα με χαλούσε καθόλου να διαβάσω και τις επόμενες, αφού η κοπέλα κάπου μου θυμίζει τη Ρουν, μια από τις πρώτες ηρωίδες του μάστορα Τζέφρι Ντίβερ.
Ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, αστυνομικό κι οδοιπορικό την ίδια ώρα.

Thursday, October 29, 2009

Elmore Leonard – Pagan Babies

 
 Αγορά από το Book Depository

Ο Έλμορ Λέοναρντ γράφει ένα βιβλίο που κάθε άλλο παρά πολιτικώς ορθό είναι, και καλά κάνει δηλαδή.
Το Pagan Babies είναι η ιστορία ενός ιερέα που μάλλον μοιάζει να ξεφεύγει απ’ την πεπατημένη. Στην αρχή τον συναντάμε στη Ρουάντα στη διάρκεια της γενοκτονίας, όπου γίνεται μάρτυρας στη σφαγή γυναικών και παιδιών από τους Χούτου, μέσα στο ναό, την ώρα της λειτουργίας, και σκεφτόμαστε: τι καλός και τι βασανισμένος άνθρωπος! Αλλά, σιγά να μη μας άφηνε ο Λέοναρντ να σκεφτούμε ότι κάποιος από τους πρωταγωνιστές του είναι καλός και τίμιος. Απατεώνας είναι ο Τέρι. Ένας απατεώνας που όντως σπούδασε στη θεολογική σχολή, αλλά ποτέ δεν την τελείωσε και ούτε χειροτονήθηκε. Ωστόσο ξέρει τα λόγια του, τη λειτουργία και πού και πού δέχεται και εξομολογήσεις.
Πώς όμως βρέθηκε στη Ρουάντα; Η σπαραγμένη από τον εμφύλιο χώρα ήταν βασικά το τελευταίο καταφύγιο για τον Τέρι, αφού μετά από μια κομπίνα που αφορούσε την παράνομη μεταφορά τσιγάρων, έπρεπε να εγκαταλείψει εσπευσμένα το Ντιτρόιτ και τις ΗΠΑ. Γιατί στη Ρουάντα; Επειδή εκεί ήταν πάστορας ο αγαπημένος του θείος, ο οποίος και τον προσκάλεσε, λίγο προτού εγκαταλείψει τον μάταιο ετούτο κόσμο.
Τη μια μικροαπατεώνας λοιπόν, την επόμενη παπάς, τη μεθεπόμενη άραγε τι; Απλά αφαιρέστε το «μικρό» από την αρχή της προηγούμενης πρότασης. Θα μεταμορφωθεί απλά σε απατεώνα, αφού αφήσει άρον-άρον τη Ρουάντα και τη μονόχειρα ερωμένη του Σιαντέλ. Τι τον ώθησε σ’ αυτή την απέλπιδα κίνηση; Ένας παραστρατιωτικός, που του εξομολογήθηκε ότι σχεδίαζε νέα φονικά, σκεφτόμενος ότι σαν παπάς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι για να τον εμποδίσει. Αλλά, είπαμε, ο Τέρι δεν ήταν παπάς. Έτσι, δανείστηκε το όπλο της Σιαντέλ, πήγε στο στέκι του μάγκα και των φίλων του και τους σκότωσε εν ψυχρώ, φωνάζοντας: Die mother-fuckers!
Πίσω στο Ντιτρόιτ πια, τον υποδέχεται ο σχετικά ενάρετος αδελφός του, Φραν, αλλά και η Ντέμπι, μια συνεργάτιδα του τελευταίου που μόλις βγήκε από τη φυλακή, όπου ξόδεψε τρία χρόνια, επειδή συνάντησε τον πρώην άντρα της με… τους τροχούς μιας Μπιούικ, και τώρα προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σαν σταντ απ κωμικός. Ο Τέρι και η Ντέμπι μοιάζουν να ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, κι έτσι σύντομα θα καταλήξουν στο κρεβάτι, κι ακόμη πιο σύντομα θ’ αρχίσουν να καταστρώνουν σχέδια τόσο για να εκδικηθούν τον πρώην της, που επέζησε, όσο και για να βγάλουν ένα σωρό λεφτά στο πι και φι. Στο μεταξύ στην υπόθεση μπλέκονται πια και κάποιοι μαφιόζοι, μπράβοι, επί πληρωμή δολοφόνοι και όλα τα καλά παιδιά. Τι θα γίνει στο τέλος; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του Λέοναρντ που διαβάζω και μπορώ να πω ότι δε μοιάζει με τους άλλους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας που ξέρω. Αν μου θυμίζει κάποιον, σε ένα βαθμό, είναι τον παλιοσειρά Ντάσιελ Χάμετ, σε ό,τι αφορά τους ήρωες, αλλά και τους ρυθμούς που κινείται το κείμενο. Ο συγγραφέας μοιάζει να θέλει να μας πει ότι στο τέλος της ημέρας κανείς δεν είναι καλός, όλοι κρύβουν κάτι το σκοτεινό μέσα τους. Ακόμη κι ο αξιοπρεπής Φραν, ακόμη και η καλή νοικοκυρά και γυναίκα του τελευταίου Μαίρη Πατ.
Διαβάζεται γρήγορα και ευχάριστα, όπως κάθε καλή εγκληματική ιστορία, αν και ίσως φτάνοντας στην τελευταία του σελίδα κάποιος αρχίσει να σκέφτεται ότι ο κύριος Λέοναρντ απλά παίζει μαζί μας, μας δουλεύει. Γιατί όχι; λέω εγώ.

Monday, October 26, 2009

Dashiell Hammet – Red Harvest


Αγορά από το Book Depository

Ο «Κόκκινος Θερισμός» (αν και εγώ θα προτιμούσα το «Συγκομιδή Αίματος»), όπως είναι ο τίτλος του στα ελληνικά, είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μπορεί πολύ άνετα να «καταβροχθίσει» κανείς σε λίγες μόλις ώρες. Ολιγοσέλιδο, με συνεχή δράση και έξυπνους διαλόγους, το κείμενο απλά τρέχει. Ο Ντάσιελ Χάμετ ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία συγγραφέων που απλά έχουν να πουν μια ιστορία και τη λένε, χωρίς αμπελοφιλοσοφίες, πλατειασμούς, κοινωνιολογικές αναλύσεις κτλ.
Όλα αρχίζουν όταν ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, που ποτέ δε μαθαίνουμε το όνομά του, φτάνει, κατόπιν πρόσκλησης, στην επαρχιακή πόλη Personville, την οποία όμως οι περισσότεροι ξέρουν σαν Poisoville. Και όχι άδικα, αφού το μόνο πράγμα για το οποίο μοιάζει να είναι γνωστή αυτή είναι η ανομία που επικρατεί εκεί. Ο ανώνυμος ντετέκτιβ βρίσκεται από την πρώτη στιγμή στην καρδιά των γεγονότων και κινούμενος με ταχύτητα από τοποθεσία σε τοποθεσία, σαν ένα φάντασμα στις σκιές, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος τρόπος για να επιβληθεί ο νόμος στην πόλη είναι να πάρει τα πράγματα στα χέρια του. Έτσι δρώντας με ύπουλο, αλλά και αποτελεσματικό τρόπο, προσπαθεί να στρέψει τις συμμορίες τη μια ενάντια στην άλλη, αλλά και να καθαρίσει το τοπίο στο σάπιο εγχώριο αστυνομικό σώμα.
Το έργο του, όσο σύντομο κι αν αποδειχτεί στο τέλος, κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι, αφού όλοι μοιάζουν να τον χρειάζονται και όλοι στο τέλος της ημέρας θέλουν να τον σκοτώσουν. Με βασικό όπλο τη φυσική του αντοχή, αλλά και την εκκωφαντική ειλικρίνειά του, θα καταφέρει να διεισδύσει στο υπόστρωμα μιας σάπιας πέρα ως πέρα κοινωνίας, και να ανατρέψει τα πάντα εκ των έσω. Μοναδικός του σύμμαχος σ’ αυτή την άνιση μάχη αναδεικνύεται μια άφοβη, αλλά και χαρακτηριστικά μοιραία γυναίκα, η Ντίνα, η οποία δε διστάζει μπροστά σε τίποτα φτάνει ν’ αποκτήσει αυτά που θέλει: περισσότερο χρήμα, υπόγεια εξουσία, έναν άξιο εραστή. Αυτή είναι και ο καλύτερα σκιαγραφημένος χαρακτήρας του βιβλίου, αφού του δίνει χρώμα και αυξάνει το μυστήριό του, το κάνει αυτό που είναι.
Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Χάμετ που διαβάζω και μπορώ να πω ότι, παρά τη σχεδόν στεγνή του γλώσσα, το απόλαυσα. Όσο το διάβαζα ένιωθα ότι παρακολουθούσα μια παλιά καλή γκανγκστερική ταινία, από εκείνες όπου οι σφαίρες πέφτουν βροχή, το αλκοόλ ρέει άφθονο και τα συναισθήματα είναι άγνωστη λέξη. Φτάνει να κλείσει κανείς για μια στιγμή τα μάτια και δε θ’ αργήσει να δει να παίρνει μορφή μέσα του η εικόνα ενός σκληρού άντρα, με καπέλο και καμπαρντίνα, που κινείται στο σκοτάδι και κινεί τα νήματα, που κατακτά τις γυναίκες χωρίς καν να το προσπαθεί. Απλό.

Tuesday, October 20, 2009

Sebastian Barry – A Long Long Way

 
 Αγορά από το Book Depository

Πόσο μου αρέσουν αυτοί οι ιρλανδοί παραμυθάδες! Είναι κατά κάποιο τρόπο οι γιαπωνέζοι της Ευρώπης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα εκφραστικά τους μέσα.
Το A Long Long Way που ήταν υποψήφιο για Μπούκερ το 2005 είναι ένα ιστορικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα, με ήρωες κάποια συνηθισμένα παιδιά από την Ιρλανδία που η μοίρα τα έστειλε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βασικός πρωταγωνιστής είναι ο Γουίλλι Νταν, ένα παιδί που δεν πρόλαβε καλά-καλά να γίνει άντρας και που ωστόσο βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε μια ξένη γη, να πολεμά για τον βασιλιά της Βρετανίας και την Ευρώπη. Ο Γουίλλι στην αρχή ξεχωρίζει για την αθωότητά του και τη μεγάλη του καρδιά, αλλά σιγά-σιγά ο χρόνος τον κάνει πιο σκληρό, ο πόλεμος του κλέβει ό,τι πιο πολύτιμο έχει. Κι ο θάνατος γίνεται η μοναδική σταθερά στη ζωή του: «Ο θάνατος ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Ο βασιλιάς της Γαλλίας. Της Ινδίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας. Ο αυτοκράτορας όλων των αυτοκρατοριών».
Σαν ένα ταξίδι στην απώλεια είναι η ζωή του. Πρώτα απομακρύνεται από την οικογένεια του και την Γκρέτα, το κορίτσι που αγαπά. Ύστερα βλέπει τους καλύτερούς του φίλους στο στρατό να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο νεκροί. Επιστρέφει για λίγο στην Ιρλανδία με άδεια και βλέπει τους ιρλανδούς να πολεμούν μεταξύ τους στους δρόμους του Δουβλίνου, κάτι που τον συνταράζει. Είναι σαν ένα φάντασμα που κινείται από χώρα σε χώρα, από πτώση σε πτώση. Το τελειωτικό ωστόσο χτύπημα δεν του το δίνει ο ίδιος ο πόλεμος, αλλά η προδοσία. Αυτή θα του στερήσει τη στερνή χαρά του στη ζωή, την αγάπη της Γκρέτα, αυτή θα τον κάνει τελικά να παραιτηθεί. Αλλά και η σύγκρουσή του μ’ ένα πατέρα που δε μοιάζει να αντιλαμβάνεται τα σημεία των καιρών, που σαν αρχηγός της αστυνομίας συγκρούεται με τους συμπατριώτες του για χάρη της αυτοκρατορίας. Ο Γουίλλι που κάποτε έκανε μεγάλα όνειρα για το μέλλον έφτασε να μην επιθυμεί τίποτα πια, αφού όλ’ αυτά που άλλοτε ποθούσε έπαψαν να υφίστανται. «Δεν είχε χώρα, ήταν ορφανός, ήταν μόνος».
Αυτός που κάποτε, όπως έλεγε η μάνα του, «τραγουδούσε, όπως θα τραγουδούσε ένας άγγελος, αν ήταν ηλίθιος αρκετά ώστε να τραγουδήσει για τους θνητούς» έφτασε στο τέλος να μην επιθυμεί παρά τη φυγή απ’ αυτή τη γη. Μια φυγή που θα πραγματοποιήσει. Θα φύγει πονεμένος, προδομένος, με λίγες χαρούμενες αναμνήσεις χαραγμένες στη μνήμη, και πολλές χαρακιές στην ψυχή.
Ίσως αυτό που μου άρεσε περισσότερο στο βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας σκοτώνει τον ήρωά του. Μοιάζει να θέλει να μας υπενθυμίσει εκείνη την απλή αλήθεια που λέει ότι στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, όλοι έχουν κάτι να χάσουν και το χάνουν.
Ωστόσο, παρά τη θλίψη που αναδίδει το κείμενο, περιέχει και αρκετές ανάλαφρες στιγμές, διαποτισμένες μ’ εκείνο το ιδιόρρυθμο ιρλανδικό χιούμορ, που μπορεί να βγάλει γέλιο ή τουλάχιστον να προκαλέσει χαμόγελα ακόμη και μέσα από τις πιο τραγικές περιστάσεις.
Ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα από ένα από τους καλύτερους ιρλανδούς γραφιάδες της σύγχρονης εποχής.

Sunday, October 18, 2009

Christian Jacq – Ramses The Temple of a Million Years

 
Αγορά από το Book Depository

Με τα τρία πρώτα χρόνια στην εξουσία του Ραμσή του δεύτερου, γιου του Σέτι, ασχολείται σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο αιγυπτιολόγος Κρίστιαν Ζακ.
Από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει -εκτός από τους εβραίους, λίβυους, χιτίττες και άλλους- και πλήθος ηρώων από την ελληνική μυθολογία, τους οποίους, με εξαίρεση τον Όμηρο, κάθε παρά με το γάντι χειρίζεται ο συγγραφέας. Έτσι βάζει τον Μενέλαο, που έφτασε ακόμη μέχρι και την Αίγυπτο κυνηγώντας την Ελένη, να δολοπλοκεί για να εμποδίσει τον Ραμσή να αναρριχηθεί στην εξουσία, κάποιους έλληνες να δουλεύουν για τους εχθρούς του τελευταίου, ενώ και την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του τρωικού πολέμου, την περιγράφει εξαιρετικά ζοφερή. Ωστόσο ο Όμηρος μοιάζει να αποτελεί τη μεγαλύτερή του αδυναμία, όπως και του νέου φαραώ άλλωστε, γι’ αυτό και του επιτρέπει να μιλά στον απόλυτο άρχοντα της γης σαν ίσος προς ίσο.
Στα της ιστορίας τώρα. Ο φαραώ Σέτι πεθαίνει και οι υπήκοοί του, σεβόμενοι τις επιθυμίες του ετοιμάζονται να αναδείξουν στην εξουσία τον δευτερότοκό του γιο, Ραμσή, και όχι τον πρωτότοκο Σαναάρ, όπως απαιτεί η παράδοση. Ο τελευταίος νιώθει την αδικία να τον πνίγει και από την πρώτη στιγμή αρχίζει να αναζητεί τρόπους για να βγάλει από τη μέση τον αδελφό του και ν’ αποκτήσει αυτό που δικαιωματικά του ανήκει. Ωστόσο, οι θεοί και οι μοίρες μοιάζουν να χαμογελούν μόνιμα στον Ραμσή με αποτέλεσμα όλες οι συνομωσίες να πέφτουν στο κενό και η εξουσία του νέου φαραώ να εδραιώνεται κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Σε μια χώρα όπου οι δολοπλοκίες αποτελούν τον κανόνα και όπου οι συμμαχίες αλλάζουν ανά πάσα στιγμή, ο Ραμσής έχοντας τη στήριξη κάποιων πιστών φίλων, της διορατικής του συζύγου Νεφερτάρι, αλλά και με βασικό όπλο το ένστικτό του θα κατορθώσει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να επιβάλει παντού την εξουσία του. Ωστόσο οι εχθροί του, που είναι πολλοί, και που ανάμεσά τους υπάρχουν και άτομα υπεράνω πάσης υποψίας, δεν εφησυχάζουν και εξακολουθούν να προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον υπονομεύσουν.
Ο Ζακ με βασικό ατού την αστείρευτη πηγή των γνώσεών του για την αρχαία Αίγυπτο μας δίνει ένα βιβλίο πλούσιο σε εικόνες ενός κόσμου σχεδόν ξεχασμένου, μα ωστόσο πολύ ζωντανού. Μας μιλά με λεπτομέρειες για τα τελετουργικά της εποχής, για τις μεγάλες δυνάμεις της περιοχής και τα συμφέροντά τους, για τα μεγαλεπήβολα έργα που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο νέος φαραώ, με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Μωυσή, κατάφερε να φέρει εις πέρας, για τις προκαταλήψεις των ανθρώπων και τη δύναμη της μαγείας.
Το τέλος της ιστορίας δε φτάνει ποτέ, μια κι ετούτος αποτελεί μόνο το δεύτερο από τους εφτά τόμους της σειράς με θέμα τον Ραμσή, αλλά το γεγονός αυτό δε στερεί τίποτα από την αναγνωστική απόλαυση. Ένα καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται σαν ιστορικό μυθιστόρημα και σαν παραμύθι.

Wednesday, October 14, 2009

Kathy Reichs - Cross Bones

 
Αγορά από το Book Depository

Μετά από τα κατά βάθος «λογοτεχνικά» αστυνομικά μυθιστορήματα των Ίαν Ράνκιν και Ρουθ Ρεντέλ μια αμερικανιά ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουνα. Τι εννοώ όταν λέω «αμερικανιά»; Να, ένα θρίλερ καταδίωξης με συνεχείς ανατροπές και καταιγιστικούς ρυθμούς, όπως ακριβώς είναι το Cross Bones.
Η Κάθι Ράις είναι μια από τις πιο επιτυχημένες συγγραφείς περιπετειών δράσης των τελευταίων χρόνων. Χρησιμοποιώντας τις γνώσεις της σαν εγκληματολόγου-ανθρωπολόγου καταφέρνει και καταπλήσσει τον αναγνώστη φτιάχνοντας απολαυστικά θρίλερ, με επιστημονικό υπόβαθρο. Τέτοιο είναι και το ανά χείρας βιβλίο.
Όλα αρχίζουν όταν στη διάρκεια μιας νεκροψίας ένας συγγενής του εβραίου στην καταγωγή νεκρού, παραδίδει στην Δρ Τεμπ Μπρένναν τη φωτογραφία ενός σκελετού, λέγοντάς της ότι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο δολοφονήθηκε ο άντρας. Στην αρχή δεν του δίνει και τόση σημασία, αλλά καθώς το κουβάρι της υπόθεσης παίρνει να ξετυλίγεται και η μια ανατροπή να οδηγεί στην επόμενη, η καλή γιατρός σύντομα θ’ αντιληφθεί ότι όντως, πίσω έχει η γάτα την ουρά. Και μιλάμε για Την ουρά, αφού σύντομα στην ιστορία θα αναμιχθούν άραβες υποψήφιοι τρομοκράτες, φανατικοί ορθόδοξοι εβραίοι, αρχαιολόγοι κι αρχαιοκάπηλοι, ακόμη και το Βατικανό.
Τι κρύβεται τελικά πίσω απ’ αυτή τη μυστηριώδη φωτογραφία και γιατί προκαλεί τόσο μεγάλα πάθη; Αυτά είναι τα δύο μεγάλα ερωτήματα, ενώ το τρίτο αφορά την ταυτότητα του δολοφόνου, που στο τέλος δεν έχει και τόση σημασία.
Η Ράις στηριζόμενη σε ιστορικά στοιχεία και σε πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις φτιάχνει ένα εκρηκτικό μίγμα από το οποίο δε λείπουν και οι θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες ωστόσο δεν είναι κάτι καινούριο, μια και αφορούν τον Ιησού και το γάμο του με τη Μαρία Μαγδαληνή. Εκείνα που ωστόσο χαρίζουν στο μυθιστόρημα την όποια χάρι του είναι τα πολλά μυστικά και ψέματα του μύθου, τα οποία τείνουν να επικαλύπτουν το ένα το άλλο, ο κίνδυνος που μοιάζει κάθε στιγμή να καραδοκεί, η ερωτική ζήλεια που αποδεικνύεται καταλυτικός παράγοντας, και οι διάφοροι φανατικοί που παρελαύνουν από τις σελίδες καθώς οι ήρωες βρίσκονται στο Ισραήλ, δίνοντάς μας μια άλλη εικόνα της σύγκρουσης στην Παλαιστίνη και της γενικής αναταραχής στη Μέση Ανατολή.
Ταξιδεύοντας ανάμεσα στον Καναδά και την Παλαιστίνη, το σήμερα και το χθες, η Τεμπ, παρέα με τον φίλο της ντετέκτιβ Άντριου Ράιαν και τον αρχαιολόγο Τζέικ, που ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά την ιστορία της ταραγμένης περιοχής, θα ζήσουν μια περιπέτεια που θα τους φέρει πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Και στο τέλος δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο άξιζε τον κόπο αυτή η θυσία, αφού τα μυστικά, είτε έτσι είτε αλλιώς, μένουν κρυμμένα, αλλά τουλάχιστον τα προσωπεία πέφτουν.
Κάποιοι κριτικοί, στον αγγλοσαξονικό κόσμο, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τη Ράις καλύτερη από την Πατρίσια Κόρνγουελ, αλλά προσωπικά θα διαφωνήσω. Είναι όντως καλύτερη στο να φτιάχνει ιστορίες με γοργούς ρυθμούς, αλλά μέχρι να φτάσει την τελευταία σε λογοτεχνική αξία -αν τη φτάσει δηλαδή ποτέ- έχει πολλά ψωμιά να φάει ακόμη.
Όπως και νάχει, το Cross Bones είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα το οποίο, λόγω κυρίως των μικρών προτάσεων και των χιλιάδων παραγράφων, μπορεί άνετα να διαβαστεί, παρά τις σχεδόν πεντακόσιες σελίδες του, σε μια μόλις μέρα.

Monday, October 12, 2009

Ruth Rendell – An Unkindness of Ravens


Αγορά από το Book Depository

Το πιο μεγάλο ατού των βρετανών συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας είναι η ικανότητά τους να προσφέρουν μυστήριο και «καθαρή λογοτεχνία» την ίδια ώρα. Οι αμερικανοί είναι θιασώτες της ταχύτητας, του ασταμάτητου ρυθμού, των συνεχών ανατροπών, ενώ οι βρετανοί συνάδελφοί τους, κάπως πιο προσγειωμένοι στην πραγματικότητα, μοιάζουν να υιοθετούν το «κάλλιο αργά παρά ποτέ».
Η Ρουθ Ρεντέλ, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου, σ’ αυτό το μυθιστόρημα ασχολείται με τα έργα και τις ημέρες του Ρόντνι Ουίλλιαμς, αλλά και τις ζωές των κατοίκων μιας κατά τα άλλα αδιάφορης πόλης της αγγλικής επαρχίας.
Όλα αρχίζουν όταν ο πρώτος εξαφανίζεται από το σπίτι του και η γυναίκα του επικοινωνεί αρχικά με τον επιθεωρητή Γουέξφορντ και κατόπιν επίσημα με την αστυνομία για να το καταγγείλει αυτό. Ο επιθεωρητής, που είναι σχεδόν γείτονας της γυναίκας, θεωρεί από την πρώτη στιγμή ότι πρόκειται για την κλασική περίπτωση κάποιου που απλά εγκαταλείπει το σπίτι του, ωστόσο τα γεγονότα θα τον διαψεύσουν. Πρώτα θα βρεθεί το αυτοκίνητό του εγκαταλειμμένο σ’ ένα δρόμο των προαστίων, μετά εντελώς τυχαία σ’ ένα έλος θ’ ανακαλυφθεί η τσάντα που κουβαλούσε και στο τέλος, με τη βοήθεια ενός σκύλου, θα εντοπιστεί και το πτώμα του.
Ποιος τον σκότωσε και γιατί; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούν τον επιθεωρητή και τους συνεργάτες του. Εντάξει, όπως όλα δείχνουν, δε διατηρούσε και τις καλύτερες σχέσεις με την οικογένειά του, αλλά τα προβλήματά τους σίγουρα δε θα αποτελούσαν επαρκές κίνητρο για να τον στείλουν στον τάφο.
Με αφορμή αυτή τη μυστηριώδη δολοφονία, αλλά και δύο φαινομενικά αναίτιες επιθέσεις με μαχαίρι, ο Γουέξφορντ και ο συνεργάτης του Μπέρντεν, βυθίζονται σ’ ένα κόσμο σκοτεινό που μοιάζει να ζει μια άλλη ζωή, παράλληλη με τη δική τους, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που μοιάζει, κι όπου τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατάνε νέες γυναίκες, κακοποιημένες και μη, «ελαφρά μελαγχολικές, ελαφρά οργισμένες, με πρόσωπα σχεδόν πάντα απαθή που θυμίζουν τις Παναγίες στις φλωρεντινές εικονογραφίες». Την ίδια ώρα έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο και με τη δύναμη του ψέματος, της δίχως τέλος απάτης, καθώς τα μυστικά του νεκρού ήταν πολλά κι οδυνηρά, τα ψέματα των ζωντανών ένας αγώνας δίχως τέλος.
Όπως συμβαίνει συνήθως στο τέλος τα πράγματα θα μπουν στη θέση τους, ο κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του, αλλά εκείνο που μένει στο μυαλό του αναγνώστη είναι το ταξίδι: η διύλιση μιας κοινωνίας και η μελέτη των παθών των ανθρώπων που την αποτελούν.
Δεν είναι τυχαίο που η Ρουθ Ρεντέλ θεωρείται η κορυφαία εκπρόσωπος του είδους στη Βρετανία, ή ίσως και στον κόσμο, όπως γενναία παραδέχεται στο εσώφυλλο του βιβλίου, κι εκείνη η άλλη μεγάλη κυρία των θρίλερ, η Πατρίσια Κόρνγουελ. Απολαυστικό!

Thursday, October 8, 2009

Ian Rankin – Hide & Seek

 
 Αγορά από το Book Depository

Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που διάβασα ένα βιβλίο του Ίαν Ράνκιν, το οποίο, αν θυμάμαι καλά ήταν το Dead Souls. Και σ’ εκείνο το μυθιστόρημα, όπως και στο ανά χείρας, πρωταγωνιστής ήταν ο ντετέκτιβ Ρίμπους (ακόμη προσπαθώ να καταλάβω, γιατί έγινε Ρέμπους στα ελληνικά).
Ο Ράνκιν είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που ασχολούνται εκτεταμένα και κατ’ επανάληψη με την τοιχογραφία μιας πόλης και των κατοίκων της, στην προκειμένη περίπτωση του Εδιμβούργου, που σύμφωνα με τον αφηγητή είναι μια πόλη σκοτεινή, παραδομένη στο ποτό, τα ναρκωτικά, τη διαφθορά και το έγκλημα.
Όλα αρχίζουν με την ανακάλυψη του πτώματος ενός τζάνκι σ’ ένα σκοτεινό και φαινομενικά εγκαταλειμμένο σπίτι. Στην αρχή η αστυνομία πιστεύει ότι πρόκειται για θάνατο από ατύχημα, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, αλλά κάτι στο σκηνικό μοιάζει να ανατρέπει αυτή τη θεωρία. Κατ’ αρχήν το σώμα του νεκρού είναι τοποθετημένο σε μια στάση που θυμίζει εκτέλεση σε ιεροτελεστία, ανάμεσα σε δυο κεριά που έχουν πια λιώσει, ενώ στον τοίχο είναι σχεδιασμένο κι ένα σατανιστικό σύμβολο.
Ο Ρίμπους είναι πεπεισμένος ότι σ’ αυτή την υπόθεση υπάρχουν πολλές διαστάσεις, τις οποίες είναι αποφασισμένος να διερευνήσει με τη βοήθεια του συνεργάτη του Μακόλ και του νεαρού αστυνόμου Χολμς. Τελικά, όπως λέει ο θυμόσοφος λαός, θα αποδειχτεί ότι όντως πίσω έχει η γάτα την ουρά, αφού το ένα στοιχείο θα οδηγεί τους ερευνητές στο επόμενο, κι ο ένας θάνατος στον άλλο, φέρνοντας τους βασικούς πρωταγωνιστές πού και πού στα όρια της απόγνωσης.
Ο Ράνκιν με αφορμή την έρευνα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, μας ταξιδεύει στις γειτονιές, τα μυστικά και ψέματα και τις μεγάλες αλήθειες της πόλης του, της οποίας τη ρομαντική τουριστική εικόνα κατ’ επανάληψη κατεδαφίζει. Όλοι μοιάζουν να έχουν να κρύψουν κάτι, κανείς δεν είναι αυτός που φαίνεται, η πραγματική ζωή διαδραματίζεται σε υπόγειους χώρους και σκοτεινές γωνιές, ο παράνομος έρωτας ανθεί και πίσω από τα μεγάλα σαλόνια κρύβονται τα μεγάλα λαμόγια. Και όλοι, μα όλοι, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, παίζουν κρυφτό: οι αστυνομικοί, η νεολαία, οι πολιτικοί, οι δήθεν ευεργέτες.
Αν είστε συνηθισμένοι στα αμερικάνικα μυθιστορήματα καταδίωξης, τα περίφημα θρίλερ, ίσως και να μη σας αρέσει αυτό το βιβλίο. Αν σας αρέσει ωστόσο να απολαμβάνετε μια καλή αστυνομική ιστορία, που διυλίζει μια κοινωνία αναδεικνύοντάς την σε όλες της τις διαστάσεις, σίγουρα θα το απολαύσετε. Κάτι μου λέει ότι θα ασχοληθώ και πάλι με τον κ. Ράνκιν σύντομα. Προς το παρόν όμως έχει πάρει σειρά η Ρουθ Ρεντέλ.

Tuesday, October 6, 2009

George P. Pelecanos – Soul Circus


Αγορά από το Book Depository

Το μόνο ελληνικό στοιχείο στον Πελεκάνο είναι το επίθετό του. Όσο κι αν προσπαθούμε να τον «βαφτίζουμε» με το έτσι θέλω ελληνοαμερικανό, η αλήθεια παραμένει μία: είναι αμερικανός με τα όλα του. Κι αν δεν έβαζε κάποιους ήρωες με ελληνικά ονόματα στα βιβλία του πολύ πιθανόν να του στερούσαμε και το πρώτο μισό της «καταγωγής» του, αφού ακόμη κι αυτά τα ονόματα τα γράφει λάθος (ΣτεφΑνος).
Όπως και νάχει, αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο που πέφτει στα χέρια μου και μπορώ να πω πως το απόλαυσα. Είναι ένα αξιοπρεπέστατο αστυνομικό μυθιστόρημα, με καλό τέμπο, που δεν κινείται ωστόσο στους εξωφρενικούς ρυθμούς των Τζέφρι Ντίβερ ή Ντέιβιντ Μπαλτάτσι. Για να το πω απλά, ο Πελεκάνος γράφει τηλεοπτικές σειρές, ενώ οι άλλοι ταινίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η εμπλοκή του σε μια από τις πιο σημαντικές αστυνομικές σειρές των τελευταίων χρόνων, το The Wire.
Η ιστορία διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο στις γειτονιές της Ουάσινγκτον, εκεί όπου έχει το γραφείο ιδιωτικών ερευνών του ο Ντέρεκ Στρέιντζ. Ο Στρέιντζ, που είναι πρώην μπάτσος, πολλές φορές καλείται να εργαστεί για κάποια από τα καθάρματα, τα οποία κυνηγούσε στο παρελθόν. Όχι μόνο για το χρήμα, αλλά κι επειδή είναι φανατικός εχθρός της θανατικής ποινής, όπως και της οπλοκατοχής. Ένα απ’ αυτά τα καθάρματα είναι και ο Γκράνβιλ Όλιβερ, που περιμένει από στιγμή σε στιγμή την καταδίκη του. Ο μόνος τρόπος για να τη γλιτώσει -για να μην πεθάνει δηλαδή, αφού η ενοχή του δεν αμφισβητείται- είναι να μπορέσει ο Στρέιντζ να πείσει μια γυναίκα να καταθέσει υπέρ του. Κάποιοι όμως είναι αποφασισμένοι να τον κρατήσουν πάση θυσία μακριά απ’ αυτήν και πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να επιτύχουν τον στόχο τους.
Καθώς ο Στρέιντζ κόβει βόλτες στις γειτονιές του υπόκοσμου της αμερικανικής πρωτεύουσας προσπαθώντας να εντοπίσει τη γυναίκα, του ανατίθεται μία ακόμη υπόθεση που δε θα του πάρει και πολύ χρόνο: τον εντοπισμό κάποιας άλλης, που το έσκασε απ’ το σπίτι και την οποία ψάχνει ο «άντρας» της. Προσπαθώντας να καλύψει όσο περισσότερο έδαφος μπορεί ο Στρέιντζ αναθέτει την τελευταία υπόθεση στον συνέταιρό του Τέρι Κουίν, που δε θα δυσκολευτεί καθόλου να τη φέρει εις πέρας. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται όταν η γυναίκα βρίσκεται νεκρή, κάτι που γεμίζει τον Κουίν με ενοχές. Είχε ένα προαίσθημα ότι τα πράγματα θα πήγαιναν στραβά και να που εξαιτίας του μια γυναίκα έχασε τη ζωή της. Από τη στιγμή που το μαθαίνει αυτό μοιάζει να παίρνει την κάτω βόλτα. Γίνεται όλο και πιο απρόσεκτος, όλο και πιο ριψοκίνδυνος, αλλά όλο και πιο αποφασισμένος: να βρει ένα κορίτσι που αγνοείται εδώ και καιρό και το οποίο είναι σίγουρος ότι βρίσκεται κάπου στα γκέτο της πόλης.
Οι ήρωες του Πελεκάνου είναι απλοί, ανθρώπινοι, ή για να το πω απλά: δεν είναι υπερήρωες. Έχουν τα σπίτια τους, προσπαθούν να αποκτήσουν λειτουργικές οικογένειες, έχουν τις αδυναμίες τους. Κι αυτό ακριβώς είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν, που κάνει τον αναγνώστη να ταυτίζεται μαζί τους. Ο συγγραφέας μοιάζει να μας λέει ότι δε χρειάζεται και μεγάλη εξυπνάδα για να γίνει κανείς καλός ντετέκτιβ. Τα μόνα που χρειάζονται είναι κότσια, κοινή λογική, μα πάνω απ’ όλα γνώση.
Καλογραμμένο και, για αστυνομικό μυθιστόρημα, ολιγοσέλιδο, διαβάζεται άνετα σε μια μέρα.

Saturday, October 3, 2009

Logicomix


Δεν το συνηθίζω να ανεβάζω εδώ κείμενα για βιβλία που δε διάβασα προσωπικά και που δεν έγραψα ο ίδιος, αλλά αυτή τη φορά είπα να κάνω μία εξαίρεση αφού δε συμβαίνει πολύ συχνά ένας έλληνας συγγραφέας να κατακτά με τη δουλειά του την παγκόσμια αναγνώριση. Η πιο κάτω παρουσίαση είναι από τη σημερινή έκδοση του Γκάρντιαν:

Bertrand Russell's Principia Mathematica (which he co-wrote with Alfred North Whitehead) is probably the most impenetrable book ever written by a winner of the Nobel prize for literature. In it, the authors famously take 362 pages to prove 1 + 1 = 2, using a method so arcane that Cambridge University Press could not find anyone to evaluate the manuscript and Russell and Whitehead were made to pay for the printing themselves.
For this reason, the Principia is not an obvious subject for a mainstream popular science book. Yet the intellectual and emotional journey that Russell took while writing it has been turned into a graphic novel by Apostolos Doxiadis and Christos Papadimitriou that is both a thrilling adventure and a serious history of the philosophy of mathematics.
Logicomix's main narrative is Russell's quest for the truth, which in his case is the truth about the foundations of mathematics. His adventure is portrayed as if the fate of the world depends on it and our tortured superhero must battle his inner demons to achieve the task. The authors tell the story with a humour and lightness of touch that pokes fun at the philosophers and mathematicians involved, but never trivialises the philosophy or the mathematics. When Russell declares: "I was now ready to battle against my own enemy . . . Irrationality, in its highest form", it is both tongue-in-cheek and profound.
Συνεχίστε στην πηγή

Thursday, October 1, 2009

Dan Brown – The Lost Symbol

 
 Αγορά από το Book Depository

Δεν έχω ιδέα ποιες ήταν οι αντιδράσεις διεθνώς γι’ αυτό το βιβλίο, αλλά αυτές που διάβασα από έλληνες κριτικούς ή δημοσιογράφους, δεν ήταν και οι καλύτερες. Το μόνο που ο ένας από αυτούς τόνισε ότι είναι «χειρότερο κι από τον Κώδικα Νταβίντσι», κι ας μην το διάβασε ακόμη, ενώ ο άλλος κόλλησε στο θέμα του Συμβόλου και της αποκρυπτογράφησής του, αφήνοντας προφανώς στη μέση την ανάγνωση.
Καταρχήν θα συμφωνήσω με τον πρώτο ότι το «Χαμένο Σύμβολο» είναι όντως χειρότερο από το προηγούμενο μπεστ σέλερ του συγγραφέα με δεδομένο το γεγονός ότι εγώ τουλάχιστον το έχω διαβάσει. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο εκείνο που με ξενίζει είναι το γεγονός ότι τρώει κόλλημα με το θέμα της λύσης του γρίφου, και παραβλέπει τα όντως σημαντικά λάθη και παραλείψεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τα θέματα που σχετίζονται με την Ελλάδα: Α) ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές φτάνει ξάφνου στα ελληνικά νησιά, δραπετεύοντας από μια τουρκική φυλακή, και υιοθετεί αμέσως ελληνικό όνομα και ταυτότητα, αν και δε γνωρίζει τη γλώσσα (Άντρος Δαρείος. Χρησιμοποιείται το όνομα Άντρος στην Ελλάδα; Απ’ ό,τι ξέρω όχι. Στην Κύπρο ναι, αλλά προέρχεται από το Ανδρέας και όχι από το Ανδρείος, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας). Β) Ο ήρωάς του αγαπά πολύ το… αρνί σουβλάκι. Γ) Ανάμεσα στις λέξεις που καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο καθηγητής Λάγκντον είναι και μια ελληνική, που για τους σκοπούς της αφήγησης αποκτάει στην αρχή της και το λατινικό Η (έιτς), αφού αλλιώς δε θα ταίριαζε, αντί του ελληνικού Χ.
Κατά τα άλλα, ο συγγραφέας παρέδωσε ακριβώς εκείνο που υποσχέθηκε: ένα απολαυστικό θρίλερ, που διαδραματίζεται με καταιγιστικές ρυθμούς και αποτελεί τον απόλυτο ταξιδιωτικό οδηγό στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Ωστόσο, το βιβλίο μοιάζει κάπως παραφορτωμένο. Όχι με πληροφορίες, αυτές είναι αναγκαίες και του δίνουν και την όποια ουσία, αλλά με επεισόδια. Προφανώς ο Μπράουν έπρεπε να παραδώσει ένα χειρόγραφο με συγκεκριμένο αριθμό λέξεων και για να το καταφέρει αυτό αναγκάστηκε να τραβήξει την ιστορία λίγο περισσότερο απ’ όσο πήγαινε με συνεχόμενα φλας μπακ, τα οποία δημιουργούν και τα όποια κενά στην εξέλιξη του μύθου. Για να το θέσω απλά, το ξεχείλωσε το έρμο.
Ωστόσο, το χάρηκα, αφού τα έχει όλα: θεωρίες συνομωσίας, μυστικά και ψέματα, ανατροπές, ασταμάτητη δράση, δόσεις από ιστορία και μυθολογία, κι έναν υπόκωφο ερωτισμό, που ποτέ δε μοιάζει να βγαίνει στο φως. Στα χέρια ενός καλύτερου συγγραφέα θα μπορούσε να γίνει ένα από τα καλύτερα θρίλερ όλων των εποχών. Αλλά, ο Νταν Μπράουν, όπως κι ο ίδιος άλλωστε ομολογεί, δεν είναι παρά ένας διασκεδαστής, κι ακριβώς σαν τέτοιον πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε. Να απολαμβάνουμε ό,τι έχει να μας προσφέρει και να προχωράμε. Αν ψάχνουμε σφικτή δομή και δράση, μπορούμε πάντα να διαβάζουμε τα θρίλερ των Ντέιβιντ Μπαλτάτσι και Τζέφρι Ντίβερ, κι αν μας ενδιαφέρει και η ιστορία, ειδικά η αφρικανική, δεν υπάρχει κανείς καλύτερος για να μας ξεναγήσει σ’ αυτήν από τον Γουίλμπουρ Σμιθ.
Είμαι σίγουρος ότι παρά τα όποια λάθη και παραλείψεις, η ελληνική έκδοση του βιβλίου θα γνωρίσει επιτυχία ανάλογη του Illuminati και του Κώδικα Νταβίντσι, αφού με τον τρόπο του κι αυτός ο τόμος προσφέρει γνώση και ψυχαγωγία.

Thursday, September 24, 2009

Christian Jacq – Master Hiram & King Solomon


Χαίρομαι που έδωσα μια νέα ευκαιρία στον Κρίστιαν Ζακ. Όσο κι αν απογοητεύτηκα από το Champollion the Egyptian, άλλο τόσο γοητεύτηκα απ’ αυτό το βιβλίο. Βλέπετε, το πρώτο ο Ζακ το έγραψε σχεδόν σαν γκρούπι, για κάποιον που θαύμαζε πολύ, με αποτέλεσμα κάπου να χάσει… τη μπάλα. Ωστόσο εδώ, αν και επίσης γράφει για δύο άτομα εμφανώς λατρεμένα, δεν ξεφεύγει από τα μονοπάτια της ιστορίας προσπαθώντας να τους αποθεώσει. Απλά μιλά για την κοινή τους πορεία, με τις όποιες υπερβολές, που σε σχέση με τις γραφές, κάθε άλλο παρά υπερβολές μοιάζουν.
Όλα αρχίζουν με το θάνατο του βασιλιά Δαυίδ και την άνοδο στο θρόνο του Σολομώντα. Το πρώτο μέλημα του νέου άρχοντα του Ισραήλ είναι η ειρήνη, αλλά και η δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς ναού, κέντρου της οικουμένης, που θα δώσει στο λαό του ένα σημείο αναφοράς και στην Κιβωτό των Εντολών ένα σπίτι. Έχοντάς τα λοιπόν αυτά κατά νου, προτείνει στον αιγύπτιο φαραώ Σιαμσούν να συνάψουν μια συνθήκη ειρήνης και καλής γειτονίας, η οποία σφραγίζεται με το γάμο του με την κόρη του τελευταίου. Ένα γάμο που θεωρείται ανίερος από τον κλήρο, αλλά που εξασφαλίζει μεγάλα πλεονεκτήματα στον Σολομώντα.
Έχοντας, λοιπόν, εξασφαλίσει την ειρήνη βάζει μπρος με τον επόμενο στόχο του, που δεν είναι άλλος από την ανέγερση του ναού. Πώς να τα καταφέρει όμως; Οι θησαυροί που αποθήκευσε ο πατέρας του γι’ αυτό τον σκοπό δεν είναι αρκετοί, ενώ στη γη του δεν υπάρχει αρχιτέκτονας ικανός να φέρει σε πέρας ένα τόσο μεγάλο έργο. Από το αδιέξοδό του έρχονται να τον βγάλουν οι σύμμαχοί του αιγύπτιοι, αλλά με δόλιο τρόπο: στέλνουν ένα δικό τους αρχιτέκτονα στη γειτονική του Ισραήλ, Τυρίνη, που με τη βοήθεια του άρχοντα της τελευταίας θα αναλάβει να φέρει σε πέρας το μεγάλο έργο, αλλά και να σταθεί αυτό για το οποίο τον προόρισαν οι άρχοντές του: ο τέλειος κατάσκοπος στην καρδιά του νέου κράτους. Αλλά και κάποιος που θα μεταδώσει στοιχεία από τον πολιτισμό της Αιγύπτου μέσα από την ανέγερση του ναού.
Γύρω από αυτούς τους δύο φαινομενικά αντίθετους, αλλά δυναμικούς και αποφασισμένους για όλα χαρακτήρες, στήνεται η ιστορία. Βασισμένος σε διάφορες πηγές ο συγγραφέας μας μιλά για τις μεγάλες προσπάθειες και θυσίες που απαιτήθηκαν για την ανέγερση του ναού, για τις δολοπλοκίες του κλήρου ώστε να αποτύχει, για την πολιτική και οικονομική κατάσταση των κρατών της εποχής, για μαγικά φαινόμενα και μυστικιστικές τελετές και πολλά άλλα.
Ωστόσο, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι ο Σολομώντας και ο Χίραμ, ο αρχιτέκτονας, στο τέλος της ημέρας δεν ήταν κι αυτοί παρά άνθρωποι, κοινοί σχεδόν θνητοί, και σαν τέτοιοι έκαναν λάθη -λάθη κρίσης- τα οποία κάποτε θα καλούνταν να πληρώσουν ακριβά.
Σαν αστυνομικό διαβάζεται αυτό το μυθιστόρημα, σαν ένα ιστορικό θρίλερ, το οποίο σε καθηλώνει και σε μαγεύει ταυτόχρονα, που μιλά για τις προαιώνιες αδυναμίες των ανθρώπων: τη δίψα για ισχύ και πλούτο, τη ζήλεια, τη μοχθηρία, τους λειτουργούς του θεού που γίνονται όργανα του διαβόλου. Με ταξίδεψε όμορφα.

Monday, September 21, 2009

Sebastian Barry – The Secret Scripture

 
Αγορά από το Book Depository

Τις τελευταίες βδομάδες το έχω κάνει συνήθεια να διαβάζω δύο βιβλία ταυτόχρονα. Συνήθως το ένα είναι αστυνομικής λογοτεχνίας και το άλλο καθαρόαιμης αγνής λογοτεχνίας, με όλη τη σημασία της λέξης. Ένα απ’ αυτά τα τελευταία είναι και το The Secret Scripture του Σεμπάστιαν Μπάρι, ενός ακόμη φοβερού ιρλανδού παραμυθά.
Τα περισσότερα γεγονότα που αφηγούνται εκ περιτροπής οι δύο ήρωες της ιστορίας, ο ψυχίατρος Γκρεν και η «ασθενής» Ροζεάν, έλαβαν χώρα στην πλέον αγαπημένη μου πόλη στην Ιρλανδία, το Σλάιγο και διάσχισαν δεκαετίες σιωπής μέχρι να βγούνε στο φως. Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία της δεύτερης, μια ιστορία τραγική, που ο καλός γιατρός ποτέ δε θέλησε στ’ αλήθεια ή δε βρήκε το χρόνο για να μάθει. Μια ιστορία που μας φέρνει κοντά στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα, όπως τον εμφύλιο πόλεμο, και την παντοδυναμία της καθολικής εκκλησίας, όσο και με τις προκαταλήψεις που οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο της ζωής ή ακόμη και στο θάνατο.
Η Ροζεάν είναι μια φιγούρα τραγική, που ελάχιστη χαρά γνώρισε στη ζωή της, κι αυτήν ουσιαστικά μοναχά στην πρώτη περίοδο του γάμου της. Από κει και πέρα ήταν ο πόνος, ο πόνος κι άλλος πόνος. Και η αδικία. Και των ανθρώπων η σκληρότητα. Ωστόσο, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγησή της δεν αναβλύζει η πικρία που θα περίμενε κανείς – ένα παράπονο ίσως, αλλά μέχρι εκεί. Λες και τώρα, στα εκατό της πια χρόνια, η γυναίκα αυτή έχει ξεπλύνει τις πληγές, έχει ξεπλυθεί από τις αμαρτίες που οι άλλοι φόρτωσαν στην πλάτη της και δεν έχει πλέον τίποτ’ άλλο να κάνει από να πει την ιστορία της, έτσι όπως αυτή την έζησε, κι όχι όπως την κατασκεύασαν οι απρόσκλητοι προστάτες της.
Θυμάται λοιπόν τα παιδικά της χρόνια, το σπίτι που μεγάλωσε, τη φτώχεια της, την τρέλα της μάνας της, την αγάπη του πατέρα της και το θάνατό του, που επήλθε με τρόπο τραγικό. Και μετά έρχεται στο μυαλό της ο άντρας της ο Τομ, εκείνος που αγάπησε μα που την πρόδωσε, ακολουθώντας τις επιταγές ενός εκπρόσωπου του θεού που δεν είχε ιδέα τι πάει να πει αγάπη και συμπόνια, κάποιου που θα γινόταν κάποτε μεγάλος και τρανός, όπως όλοι οι αδίστακτοι άνθρωποι, που κατέχουν κάποια θέση εξουσίας. Και θυμάται και το παιδί της, εκείνο που την παράτησαν μόνη να γεννήσει στην ακροθαλασσιά, για να της το κλέψουν μετά, εκείνο που δε γνώρισε.
Όσο κι αν ακούγεται μελό αυτή η ιστορία, δεν είναι. Δεν προσπαθεί να προκαλέσει τη συγκίνηση, απλά την περιέχει. Ο συγγραφέας επιλέγοντας να ξετυλίξει το μύθο του μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση δύο διαφορετικών ανθρώπων ενώνει μαεστρικά το χθες με το σήμερα, τα ξεχωριστά τους δράματα, και οδηγεί έντεχνα τη μια άκρη του νήματος να συναντήσει την άλλη, διασχίζοντας τους κόσμους, τους καιρούς και τις πεποιθήσεις. Ο δόκτωρ Γκρεν κάπου λέει: «Γεννήθηκα στο περιθώριο των πραγμάτων». Το ίδιο ακριβώς συνέβηκε και με τη Ροζεάν. Να όμως που αυτά τα δύο άτομα συναντήθηκαν στις σελίδες μιας αφοπλιστικής ιστορίας, πανανθρώπινης, αισιόδοξης και λυπημένης.
«Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ήρωας δίχως κοινό, αν και, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε ο καθένας ο ήρωας ενός παράξενου μισοκαταστρεμμένου φιλμ, που αποκαλούμε ζωή μας…»
Οι δύο αυτοί ήρωες είχαν την τύχη να αποκτήσουν ζωή μέσα από τη γραφίδα ενός βιρτουόζου γραφιά και ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό που τους αγκάλιασε, αφού βρέθηκε στη μικρή λίστα για τα βραβεία Μπούκερ, ενώ πήρε το βραβείο Κόστα. Η ιρλανδική λογοτεχνία σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της.

Sunday, September 20, 2009

Jeffery Deaver – The Bodies Left Behind

 
 Αγορά από το Book Depository

«Δεν είναι παρά πτώματα, Μπριν. Κάθονται όλη την ώρα, αναστατωμένοι, δήθεν θυμωμένοι για κάτι που είδαν στην τηλεόραση και που προσωπικά δεν τους αφορά καθόλου. Πηγαίνουν στις δουλειές τους, κι επιστρέφουν, και μιλούν για πράγματα που δε γνωρίζουν ή για τα οποία δε νοιάζονται…»
Ο Τζέφρι Ντίβερ, ένας από τους καλύτερους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις περιπέτειες των αγαπημένων του πρωταγωνιστών, Λίνκολν Ράιμ και Κάθριν Ντανς (που όπως διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα της ανά χείρα έκδοσης θα επιστρέψουν του χρόνου και… φέτος αντίστοιχα) για να μας προσφέρει μια ιστορία που ξεφεύγει απ’ τις συνηθισμένες του ιστορίες «αστικής καταδίωξης».
Γραμμένο ως συνήθως σε κινηματογραφικούς ρυθμούς, το The Bodies Left Behind διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του σ’ ένα εθνικό πάρκο. Όλα αρχίζουν όταν στο τοπικό αστυνομικό τμήμα φτάνει μία κλήση από ένα εξοχικό σπίτι στις όχθες μιας λίμνης, η οποία όμως μένει στη μέση. Ο υπεύθυνος του τμήματος αποφασίζει να στείλει εκεί την Μπριν, την πιο καταξιωμένη αστυνομικό της περιοχής για να αξιολογήσει την κατάσταση. Εκείνη, κάπως διστακτικά είν’ η αλήθεια -αφού αντιμετωπίζει κάποια οικογενειακά προβλήματα- αποφασίζει να υπακούσει, αν και δεν είναι η βάρδια της. Τραγικό λάθος. Κι αυτό επειδή, άθελά της, θα βρεθεί στη μέση ενός κυκλώνα, στην αρχή μιας περιπέτειας που θα τη φέρει τις επόμενες ώρες πολλές φορές πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Το συνοδοιπόρο και συμπαραστάτη σ’ αυτό τον αγώνα επιβίωσης που καλείται να δώσει θα τον βρει στο πρόσωπο της αινιγματικής Μισέλ, κάποιας που επιβίωσε από την επίθεση των δολοφόνων στο σπίτι, από όπου προήλθε η κλήση, και που τώρα καλείται να ξεπεράσει τη θλίψη της και τον εαυτό της, για να μην έχει κι αυτή την τύχη των φίλων που τη φιλοξενούσαν.
Ο Ντίβερ για τα δύο τρίτα περίπου της διαδρομής της ανάγνωσης μας προσφέρει μια συναρπαστική πλην στρωτή περιπέτεια με άφθονη δράση, όπου οι εκπλήξεις είναι λίγο-πολύ οι αναμενόμενες και όπου οι ρόλοι των πρωταγωνιστών είναι ξεκάθαροι: αυτοί είναι οι καλοί, αυτοί οι κακοί, αυτοί είναι οι θύτες, αυτά τα θύματα. Αλλά, πίσω έχει η γάτα την ουρά. Όπως πάντα στα μυθιστορήματα του καλού συγγραφέα, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για τίποτα. Έτσι εκεί που πιστεύουμε ότι όλα είναι πια ξεκάθαρα έρχεται να γκρεμίσει τους μύθους που δημιούργησε στις σελίδες και τα… κεφάλια μας. Και τότε όλα τα κενά θα γεμίσουν και οι κουκκίδες θα μπουν στη θέση τους, αφήνοντάς μας στο τέλος με μια αίσθηση ανακούφισης, αφού αυτός ο αγαπημένος γραφιάς δεν έκανε «κοιλιά», και κατάφερε και πάλι να μας εκπλήξει.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ντίβερ μοιάζει κάπου να αλλάζει, αφού για πρώτη ίσως φορά μας μιλά για τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, για τα μυστικά που μας κατατρέχουν μια ζωή, για την ανάγκη μας για ολοκλήρωση. Τα λόγια με τα οποία άνοιξα αυτή την παρουσίαση βγαίνουν από τα χείλη, ή μάλλον από τη σκέψη, του Χαρτ, του βασικού αντίπαλου και διώκτη της Μπριν στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, του μοναδικού άντρα που ξέροντάς την ελάχιστα την κατάλαβε περισσότερο από κάθε άλλο. Ο Μπριν θα προσπαθήσει να τον διαψεύσει, κάτι που όμως δε θα αποδειχτεί και τόσο εύκολο.
Ένα ακόμη συναρπαστικό μυθιστόρημα από το συγγραφέα του «δολοφονημένου» κατά τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, «Συλλέκτη Οστών».

Friday, September 18, 2009

Τζιμ Ουίλιαμς - Σκέρτσο

Πρόκειται για μια άκρως απολαυστική ιστορία που διαδραματίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα στη Βενετία. Και τι θέλει να μας πει; Ότι τίποτα δεν είναι τελικά, αυτό που δείχνει. Ότι ο κάθε χαρακτήρας που συναντούμε είναι και κάποιος άλλος, κι ότι το χόμπι όλων είναι το ψέμα. Όλοι ψεύδονται ασύστολα, και για όλα τα θέματα, σε ένα κόσμο που κάθε άλλο παρά αγγελικά πλασμένος είναι! Κι όμως, παρόλα αυτά οι ήρωες του βιβλίου, μέσα στο ψέμα και την υποκρισία τους είναι γοητευτικοί. Ίσως επειδή θεωρούν τα πιο πάνω σαν κάτι το φυσιολογικό, σαν τρόπο ζωής.
Ο συγγραφέας παίζει με τους ήρωές του. Τους πάει τη μια εδώ, την άλλη εκεί, τους κάνει να χάνονται μέσα σε λαβύρινθους από αινίγματα και σκέψεις. Κι αυτά σε μια πολή όπου η διαφθορά είναι η σωστή τάξη πραγμάτων. Όπου η τέχνη αποτελεί εμπόριο, όπου η απάτη αποτελεί καθημερινότητα, όπου οι γυναίκες δέχονται τους εραστές από τα παραθύρια, κι όπου η θρησκεία έχει φανατικούς οπαδούς.
Όλα αρχίζουν μ’ ένα φόνο. Ένας ευγενής της πόλης βρίσκεται δολοφονημέ-νος, και όλοι επιδίδονται σε ένα αγώνα ανακάλυψης του ενόχου. Ο μόνος που φαίνεται ωστόσο να παίρνει στα ζεστά το θέμα είναι ένας μυστηριώδης γάλλος, ο μεσιέ Αρουέ, ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο και με όλες του τις δυνάμεις να βρει τη λύση στο μυστήριο. Και πρόκειται όντος για μυστήριο, αφού το θύμα εκτελέστηκε με τρόπο που θυμίζει μυστικιστική ιεροτελεστία, και μάλιστα ο δολοφόνος άφησε στο χέρι του εκλιπόντος ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα-πρόκληση προς τους επίδοξους διώκτες του. Τελικά, η λύση του μυστηρίου έρχεται από κει που δεν το περιμένει κανείς: από τον σινιόρ Λουντοβίκο, έναν καστράτο τραγουδιστή της όπερας που είναι τόσο ο αφηγητής της ιστορίας, όσο και το δεξί χέρι του μεσιέ Αρουέ, στο διανοητικό αγώνα που διεξάγει ο τελευταίος.
Το “Σκέρτσο” είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, προκαλώντας έκπληξη στον αναγνώστη τόσο με τα μυστήρια όσο και με τις πικάντι-κες περιγραφές του.
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός